πενταροδεκάρες, οι, ουσ. [<πεντάρες + δεκάρες], ασήμαντο, μηδαμινό χρηματικό ποσό: «παίρνει αλλοδαπούς στη δουλειά του και τους πληρώνει πενταροδεκάρες»·
- βγάζω πενταροδεκάρες, α. αποκομίζω ασήμαντο, μηδαμινό κέρδος από τη δουλειά μου, την εργασία μου, την επιχείρησή μου: «σκοτώνομαι όλη τη μέρα στη δουλειά και βγάζω πενταροδεκάρες». β. (για δουλειές ή επιχειρήσεις) αποδίδω ασήμαντο, μηδαμινό κέρδος: «θα κλείσει την επιχείρηση που έχει, γιατί βγάζει πενταροδεκάρες»·
- για πενταροδεκάρες, για ασήμαντο, για μηδαμινό χρηματικό ποσό: «ολόκληρη σπιταρόνα την πούλησε για πενταροδεκάρες, γιατί είχε άμεση ανάγκη από λεφτά»·  
- δίνω πενταροδεκάρες, πληρώνω ασήμαντο, μηδαμινό χρηματικό ποσό: «δε μου ήταν απαραίτητο, αλλά τ’ αγόρασα, επειδή έδωσα πενταροδεκάρες || για ολόκληρο ρετιρέ που νοικιάζει, δίνει πενταροδεκάρες»·
- με πενταροδεκάρες ή με τις πενταροδεκάρες, με ασήμαντο, με μηδαμινό χρηματικό ποσό: «αγόρασε ένα οικόπεδο κοντά στη θάλασσα με πενταροδεκάρες || με τις πενταροδεκάρες που διαθέτεις, δεν μπορείς να κάνεις δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: τα κουνώ κι έρχονται ντόρτια, φτάνω δυστυχής στην πόρτα, τα κουνώ κι έρχονται εξάρες με τις πενταροδεκάρες
- παίρνω πενταροδεκάρες, αμείβομαι για εργασία μου ή εκδούλευσή μου με ασήμαντο, με μηδαμινό χρηματικό ποσό: «νόμιζα πως θα ’παιρνα καλά λεφτά, αλλά στο τέλος πήρα πενταροδεκάρες».