πελάτης,
ο, θηλ. πελάτισσα,
η, ουσ. [<αρχ. πελάτης)], ο πελάτης· ο τακτικός αγοραστής συγκεκριμένου
καταστήματος ή ελεύθερου επαγγελματία, ο τακτικός θαμώνας μπαρ, παμπ ή άλλου
κέντρου διασκεδάσεως: «είμαι τακτικός πελάτης του τάδε καταστήματος || αυτό το
μπαράκι έχει μόνιμους πελάτες || την περιποιήθηκα ιδιαίτερα στο κούρεμα και στο
χτένισμα, γιατί είναι παλιά πελάτισσα στο κομμωτήριο»·
- δε
σταυρώνω πελάτη, δεν έρχεται κανένας αγοραστής στο κατάστημά μου ή δεν
μπορώ να βρω αγοραστή για κάτι, που το έχω προς πώληση: «τον τελευταίο καιρό
έχω τέτοια γκαντεμιά, που δεν μπορώ να σταυρώσω πελάτη || δειγμάτισα ένα νέο
είδος στην αγορά, αλλά δε σταύρωσα πελάτη»·
- να
μη σε χάσουμε από πελάτη! ή να μη σε χάσω από πελάτη! ειρωνική
παρατήρηση σε μη αξιόλογο πελάτη που απειλεί πως δε θα ψωνίσει ξανά από το
κατάστημά μας ή πως δε θα ξανάρθει στο κέντρο μας, από τη στιγμή που δεν το
θεωρούμε αξιόλογο πελάτη. Συνήθως της φρ. προτάσσεται ναι μωρέ ή το σιγά
μωρέ ή το σιγά. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό
του·
- ο
πελάτης έχει πάντα δίκιο, φιλοσοφία παλαιών εμπόρων·
- πιάνω
πελάτη (κάποιον), δελεάζω κάποιον, τον περιποιούμαι για να έρχεται συχνά
στο μαγαζί μου ή για να ζητάει να του προσφέρω έναντι αμοιβής τις υπηρεσίες
μου: «βάλε ένα χεράκι να περάσει ο γιος του στο πανεπιστήμιο, γιατί έχει πίσω
του πέντε παιδιά και θα τον πιάσεις πελάτη για πολλά χρόνια».