πεθερός, ο, θηλ. πεθερά, η (βλ. λ.), ουσ. [<μσν. πεθερός <πενθερός], ο πεθερός. Υποκορ. πεθερούλης, ο·
- αν θέλ’ η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να ’χει ο πεθερός, βλ. φρ. σαν θέλ’ η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να ’χει ο πεθερός·
- σαν θέλ’ η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να ’χει ο πεθερός, έκφραση που δηλώνει πως, όταν οι άμεσοι ενδιαφερόμενοι είναι αποφασισμένοι να κάνουν κάτι, κανείς και τίποτα δεν μπορεί να τους εμποδίσει όσο και αν σχετίζονται με την υπόθεσή τους.