πεθαμένος, -η, -ο, επίθ. [μτχ. του ρ. πεθαίνω]. 1. που έχει πεθάνει, ο νεκρός. Με την έννοια αυτή, γίνονται και οι παρακάτω ειρωνικές παρατηρήσεις σε άτομο που φοράει στενά ρούχα: ήταν αδύνατος ο πεθαμένος; ή φαρδιά ρούχα: ήταν παχύς ο πεθαμένος; ή κοντά ρούχα: ήταν κοντός ο πεθαμένος; ή μακριά ρούχα: ήταν ψηλός ο πεθαμένος; και υπονοεί πως, τα ρούχα που φοριούνται από το άτομο στο οποίο απευθύνονται οι ειρωνικές παρατηρήσεις, ανήκουν σε κάποιον που πέθανε. 2. που είναι υπερβολικά κουρασμένος, που είναι αποκαμωμένος, ξεθεωμένος: «δούλευα όλη τη μέρα στο γιαπί, γι’ αυτό σήκω να κάτσω λίγο, γιατί είμαι πεθαμένος». 3. που δεν έχει καθόλου χρήματα (όπως και ο πεθαμένος): «μη μου ζητάς ούτε ευρώ, γιατί είμαι πεθαμένος τον τελευταίο καιρό». 4. που είναι πολύ μαλθακός, πολύ πληκτικός, που δε συμβαίνει τίποτα εξαιρετικό στη ζωή του: «δεν ξαναβγαίνω μ’ αυτή την παρέα, γιατί έχουν μαζευτεί όλοι οι πεθαμένοι || από τότε που παντρεύτηκε, ζει σαν πεθαμένος». (Τραγούδι: όχι, δεν είμαι σούπερμαν, δεν είμαι και μπασμένος, δεν είμαι ο πιο ζωντανός, μα ούτε και πεθαμένος). 5. που δεν πραγματοποιήθηκε, που είναι χαμένος: «δεν μπορούσε να ζήσει άλλο με πεθαμένες ελπίδες κι αυτοκτόνησε || κάθε τόσο στοίχειωναν στη μνήμη του τα πεθαμένα όνειρά του και τον έπαιρνε το παράπονο». 6. (στη γλώσσα της αργκό) κακής ποιότητας λαθραίο ή ναρκωτικό: «δεν μπόρεσα να το διακινήσω στην πιάτσα, γιατί ο πεθαμένος έκανε μπαμ από μακριά». 7. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα πεθαμένα (βλ. λ.)·
- είμαι πεθαμένος απ’ τη δίψα, βλ. λ. δίψα·
- είμαι πεθαμένος απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- είναι πεθαμένη η δουλειά ή είναι πεθαμένες οι δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- πεθαμένα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα.