πεθαίνω, ρ. [<μσν. πεθαίνω <ἀπεθαίνω <αρχ. ἀποθνήσκω], πεθαίνω. 1. επιθυμώ, λαχταρώ, ποθώ πάρα πολύ κάποιον ή κάτι: «πεθαίνω γι’ αυτή τη γυναίκα || πεθαίνω για καλή παρέα». (Λαϊκό τραγούδι: τρελαίνομαι για το χακί γιατ’ είναι δοξασμένο. μα σα ρωμιά πραγματική για έλληνες πεθαίνω).2. κατατυραννώ, καταβασανίζω κάποιον, τον εξαντλώ ψυχικά ή σωματικά: «τον πέθανα στο ξύλο || τον πέθανα στον ποδαρόδρομο». (λαϊκό τραγούδι: και τρίγκι, τρίγκι τράγκα, με πεθάνανε στη στράκα).3. καταβασανίζομαι, κατατυραννιέμαι, εξαντλούμαι ψυχικά ή σωματικά: «πεθαίνω στους πόνους || πέθανα απ’ την κούραση». (Λαϊκό τραγούδι: κι όμως δεν το μετανιώνω, θέλω πίκρες να περνώ· κι αν πεθαίνω γω για σένα, βρε τρελόπαιδο, έχε χάρη πού ’σαι μάγκας κι ομορφόπαιδο). (Ακολουθούν 54 φρ.)·
- ας με λεν βοϊβοδίνα κι ας πεθαίνω απ’ την πείνα, βλ. λ. βοϊβοδίνα·
- ας με λένε δημαρχίνα κι ας πεθαίνω απ’ την πείνα, βλ. λ. δήμαρχος·
- δε θα πεθάνουμε! ή δε θα πεθάνω! ένδειξη αδιαφορίας, ιδίως στη δυσκολία κάποιου να μας αποδεχτεί ή στην άρνησή του να μας εξυπηρετήσει: «δε θα πεθάνουμε, αν δε μας χωνεύεις! || δε θα πεθάνουμε, αν δε μου δανείσεις τα λεφτά που σου ζήτησα!». (Λαϊκό τραγούδι: αρέσω παιδί μου, αρέσω, πώς να το κάνουμε, αρέσω παιδί, αρέσω, δε θα πεθάνουμε!). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το κιόλας. Η αισιόδοξη πλευρά της φρ. είναι πως κάτι θα βρούμε να κάνουμε ή πως κάποιος θα βρεθεί να μας βοηθήσει ή, στο τέλος τέλος, ο Θεός δε θα μας αφήσει αβοήθητους. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- έπεσε να πεθάνει, α. κινδύνεψε να πεθάνει ή είναι ετοιμοθάνατος: «έπαθε τέτοια δηλητηρίαση από κείνα τα στρείδια που έφαγε, που έπεσε να πεθάνει». β. στενοχωρήθηκε πάρα πολύ: «τον πρόσβαλες πολύ άσχημα κι έπεσε να πεθάνει ο άνθρωπος!»·
- η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία, βλ. λ. ελπίδα·
- θα πεθάνω! λέγεται στην περίπτωση που μας προξενεί μεγάλη έκπληξη αυτό μας δείχνει ή μας λέει κάποιος, που μας είναι αδύνατο να το πιστέψουμε: «ο τάδε αγόρασε εκείνη τη βίλα του εφοπλιστή. -Θα πεθάνω! Καλέ, αυτός δεν είχε να φάει!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε ή το καλά ή το καλέ·
- … κι ας πεθάνω, έκφραση με την οποία δηλώνουμε το πόσο πολύ επιθυμούμε να πραγματοποιηθεί η επιθυμία που μόλις προαναφέραμε: «ας μπει στον ίσιο δρόμο αυτό το παιδί κι ας πεθάνω || ας αξιωθεί να γίνει μεγάλος επιστήμονας κι ας πεθάνω». (Λαϊκό τραγούδι: να σε δω κι ας πεθάνω,καλή μου, αυτό μόνο ζητάει η ψυχή μου). Συνών. … κι ας μου ’ρθει συγκοπή·
- μόνο πότε θα πεθάνω δεν ξέρω, καυχησιάρικη έκφραση από άτομο του οποίου συνεχώς επαληθεύονται όλες οι προβλέψεις: «είχες δίκιο πως θα χρεοκοπούσε αυτός ο άνθρωπος. -Μόνο πότε θα πεθάνω δεν ξέρω»· 
- να πεθάνει ο χάρος! βλ. λ. χάρος·
- να πεθάνεις! είδος όρκου που δίνεται υπό τύπου αστεϊσμού και που δεν έχει, βέβαια, καμιά βαρύτητα: «αν σου λέω ψέματα, να πεθάνεις!»·
- να πεθάνω! είδος όρκου που δίνουμε σε κάποιον για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που του λέμε: «αν νομίζεις ότι σου λέω ψέματα, να πεθάνω!»· 
- να το δω και να πεθάνω ή να το δω κι ας πεθάνω, έκφραση με την οποία δηλώνουμε το πόσο πολύ επιθυμούμε να δούμε να πραγματοποιείται αυτό που μόλις προαναφέραμε ή προανέφερε κάποιος: «μου υποσχέθηκε πως θα ξεκόψει απ’ τις κακές παρέες. -Να το δω και να πεθάνω». (Λαϊκό τραγούδι: θάλασσα φουρτουνιασμένη, γίνε σήμερα γλυκιά, θα ’ρθει απόψε το παιδί μου απ’ τη μαύρη ξενιτιά. Παναγιά μου, τάμα κάνω να το δω και να πεθάνω
- ο τζάμπας πέθανε, βλ. λ. τζάμπας·
- όποιος τρέφεται μ’ ελπίδες, πεθαίνει της πείνας, βλ. λ. ελπίδα·
- όπου του μέλλει να πνιγεί, ποτέ του δεν πεθαίνει, βλ. λ. μέλλει·
- πέθαιναν σαν κοτόπουλα ή πέθαιναν σαν τα κοτόπουλα, βλ. λ. κοτόπουλο·
- πέθαιναν σαν μύγες ή πέθαιναν σαν τις μύγες, βλ. λ. μύγα·
- πέθαναν τα δανεικά, βλ. λ. δανεικά·
- πεθαίνει απ’ τη ζήλια ή πεθαίνει απ’ τη ζήλια του ή πεθαίνει στη ζήλια ή πεθαίνει της ζήλιας, βλ. λ. ζήλια·
- πεθαίνει για καβγά, βλ. λ. καβγάς·
- πεθαίνω απ’ τη δίψα ή πεθαίνω στη δίψα ή πεθαίνω της δίψας, βλ. λ. δίψα·
- πεθαίνω απ’ την πείνα ή πεθαίνω στην πείνα ή πεθαίνω της πείνας, βλ. λ. πείνα·
- πεθαίνω απ’ το κρύο ή πεθαίνω στο κρύο, βλ. λ. κρύος·
- πεθαίνω απ’ τον πόνο ή πεθαίνω στον πόνο, βλ. λ. πόνος·
- πεθαίνω από αγωνία ή πεθαίνω απ’ την αγωνία μου, βλ. λ. αγωνία·
- πεθαίνω από ντροπή ή πεθαίνω απ’ την ντροπή μου, βλ. λ. ντροπή·
- πεθαίνω στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πέθανα απ’ τα γέλια ή πέθανα στα γέλια ή πέθανα στο γέλιο, βλ. λ.γέλιο·
- πέθανε πλήρης ημερών, βλ. λ. ημέρα· 
- πέθανε σαν άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
- πέθανε σαν πουλάκι ή πέθανε σαν το πουλάκι, βλ. λ. πουλάκι·
- πέθανε σαν σκυλί ή πέθανε σαν το σκυλί, βλ. λ. σκυλί·
- πέθανε στην ψάθα, βλ. λ. ψάθα·
- πέθανε στο πεζοδρόμιο, βλ. λ. πεζοδρόμιο·
- πέθανε τζάμπα και βερεσέ, βλ. συνηθέστ. πήγε τζάμπα και βερεσέ, λ. τζάμπα·
- περιμένει να μεγαλώσει για να πεθάνει, ζει χωρίς κανένα σκοπό: «δεν έχω δει στη ζωή μου τόσο αρνητικό άνθρωπο, γιατί αυτός, παιδάκι μου, περιμένει να μεγαλώσει για να πεθάνει»·
- ποιος ζει, ποιος πεθαίνει, βλ. λ. ζω·
- σαν πεθάνω από συνάχι, φάσκελα να ’χ’ η πανούκλα, βλ. λ. συνάχι·
- σήμερα ζούμε, (κι) αύριο πεθαίνουμε, βλ. λ. σήμερα·
- την πέθανα, της επέβαλλα επανειλημμένα και με βίαιο τρόπο τη σεξουαλική πράξη: «την είχα όλο το βράδυ στην γκαρσονιέρα μου και την πέθανα»·
- τι μας νοιάζει εμάς, αν πέθανε ο ψωμάς βλ. λ. ψωμάς·
- τον πεθαίνω στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- τον πέθανα, α. τον καταβασάνισα, τον κατατυράννησα, τον εξάντλησα ψυχικά ή σωματικά: «τον πήρα μαζί μου να με βοηθήσει στη μετακόμιση που είχα να κάνω και τον πέθανα το φουκαρά!». β. (στη νεοαργκό) τον άφησα άφωνο από την έκπληξη που του προξένησα, τον άφησα εμβρόντητο (για καλό και για κακό): «μόλις του ’δειξα την καινούρια μου γκόμενα, τον πέθανα || τον πέθανα, μόλις του ανακοίνωσα πως η γυναίκα του ήταν ερωτευμένη μαζί μου»·
- τον πέθανα στα ζίλια, λ. ζίλι·
- τον πέθανα στις καρπαζιές, βλ. λ. καρπαζιά·
- τον πέθανα στις κλοτσιές, βλ. λ. κλοτσιά·
- τον πέθανα στα μπάτσα ή τον πέθανα στις μπάτσες, βλ. λ. μπάτσα·
- τον πέθανα στα σκαμπίλια, βλ. λ. σκαμπίλι1·
- τον πέθανα στην τράκα, βλ. λ. τράκα·
- τον πέθανα στις μπουνιές, βλ. λ. μπουνιά·
- τον πέθανα στις σφαλιάρες, βλ. λ. σφαλιάρα·
- τον πέθανα στις φάπες, βλ. λ. φάπα·
- τον πέθανα στα χαστούκια, βλ. λ. χαστούκι·
- τον πέθανε στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο.