πατόκορφα, επίρρ. [<πάτος + κορ(υ)φή], από το κεφάλι μέχρι κάτω στα πόδια: «έπεσε μέσ’ στις λάσπες κι έγινε χάλια πατόκορφα || έχει μήνες να πλυθεί και βρομάει πατόκορφα»·
- τον έβρισα πατόκορφα, βλ. συνηθέστ. τον έχεσα πατόκορφα·
- τον έλουσα πατόκορφα, βλ. φρ. τον έχεσα πατόκορφα·
- τον έχεσα πατόκορφα, τον επέπληξα αυστηρότατα: «απ’ τη στιγμή που κατάλαβα πως έκανε συνέχεια κοπάνα, τον κάλεσα στο γραφείο μου και τον έχεσα πατόκορφα».