πατέρας, ο, ουσ. [<μσν. πατέρας, από το αρχ. πατέρα αιτιατ. του ουσ. πατήρ], ο πατέρας. α. στον πλ. οι πατέρες κ. πατεράδες, οι πρόγονοι: «πρέπει να διαφυλάξουμε την κληρονομιά των πατεράδων μας». β. αυτοί που συνέβαλαν καθοριστικά, που πρωτοστάτησαν για την επίτευξη κάποιου σκοπού: «οι πατέρες της Ιατρικής || οι πατέρες της ατομικής ενέργειας». (Λαϊκό τραγούδι: είναι οι διάφοροι πατέρες απ’ το λαϊκό τραγούδι, ο καθένας έχει βάλει το δικό του το λουλούδι).Υποκορ. πατερούλης, ο· βλ. και λ. μπαμπάς. (Ακολουθούν 32 φρ.)·
- αέρα πατέρα! βλ. λ. αέρας·
- από (τον) πατέρα, από τη μεριά του πατέρα, από το σόι του πατέρα: «είναι θείος μου από πατέρα»·
- αρχίδια πατέρα! βλ. λ. αρχίδι·
- γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που με γένναγαν ή γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που με πέταγαν, βλ. λ. μάνα·
- για την ψυχή του πατέρα μου! βλ. λ. ψυχή·
- για την ψυχή του πατέρα μου, βλ. λ. ψυχή·
- γίνομαι πατέρας, αποκτώ για πρώτη φορά παιδί: «μόλις γέννησε η γυναίκα του, τρελάθηκε απ’ τη χαρά του, γιατί, βλέπεις, δε γίνεται κανείς πατέρας κάθε μέρα»·
- είναι άξιο παιδί (τέκνο) του πατέρα του, βλ. λ. παιδί·
- είναι γιος του πατέρα του, βλ. λ. γιος·
- είναι παιδί του πατέρα του, βλ. λ. παιδί·
- είναι τσιράκι του πατέρα του, βλ. λ. τσιράκι·
- ζητάει τη μάνα και τον πατέρα του, βλ. λ. μάνα·
- η γη των πατέρων μας, βλ. λ. γη·
- η νίκη έχει πολλούς πατέρες, η ήττα κανέναν ή η νίκη έχει πολλούς πατέρες, η ήττα είναι ορφανή, σε μια νίκη προβάλλονται όλοι ως πρωταγωνιστές, ενώ σε μια ήττα όλοι αποποιούνται τις ευθύνες τους·
- θα πηδήσω, πατέρα, θα σε δω, παιδί μου, βλ. λ. παιδί·
- θα σου πάρει ο διάβολος τη μάνα και τον πατέρα! βλ. λ. διάβολος·
- κάνει σάμπως και του σκότωσαν τον πατέρα του, αντιδρά ή διαμαρτύρεται έντονα για κάτι χωρίς σοβαρό λόγο: «λίγο να του πεις κάνα λόγο παραπάνω, κάνει σάμπως και του σκότωσαν τον πατέρα του»·
- κατά μάνα και πατέρα, κατά γιο και θυγατέρα, βλ. λ. μάνα·
- μου ζητάει τη μάνα του και τον πατέρα του, βλ. λ. μάνα·
- να χέσω τον πατέρα και τη μάνα σου, έκφραση εκνευρισμένου ατόμου σε νεαρό ή μικρό παιδί, που του δημιουργεί συνεχώς προβλήματα με τις αταξίες ή τις ενοχλήσεις του. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει πάλι με το να χέσω·
- ο πατέρας όλων, ο Θεός: «μόνο ο πατέρας όλων έχει δικαιοδοσία επάνω μου»·
- οι πατέρες του έθνους, (ειρωνικά) οι κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι του λαού: «για το μόνο που συμφωνούν απόλυτα μεταξύ τους οι πατέρες του έθνους, είναι όταν πρόκειται να ψηφίσουν για την αύξηση των μισθών τους»·
- πάει από πατέρα σε γιο ή πάει απ’ τον πατέρα στο γιο, λέγεται για άμεση διαδοχή, ιδίως επιχείρησης, που γίνεται από γενιά σε γενιά μέσα σε μια οικογένεια: «είναι απ’ τις πιο παλιές επιχειρήσεις στον τόπο μας και χρόνια τώρα πάει από πατέρα σε γιο»·
- παίρνω τα πατήματα του πατέρα μου, βλ. λ. πάτημα·
- πάτερ φαμίλιας, [<λατιν. pater familias], α. ο πολύ αυστηρός, ο αυταρχικός και υπερπροστατευτικός οικογενειάρχης: «όταν κοιμάται ο πάτερ φαμίλιας, δεν ακούς κιχ στο σπίτι». β. (χαϊδευτικά) ο πατέρας ως αρχηγός της οικογένειας: «έρχεται πάλι ο πάτερ φαμίλιας φορτωμένος μ’ ένα σωρό πράγματα για το σπίτι»·
- πατέρας αφέντης, ο πολύ αυστηρός, ο πολύ αυταρχικός πατέρας: «όσοι είχαν πατέρα αφέντη, πέρασαν δύσκολα παιδικά χρόνια || ο πατέρας αφέντης έχει εκλείψει απ’ τη σημερινή κοινωνία»·
- περνάει από πατέρα σε γιο ή περνάει απ’ τον πατέρα στο γιο, βλ. φρ. πάει από πατέρα σε γιο·
- στην ψυχή του πατέρα μου! βλ. λ. ψυχή·
- τον κάνω πατέρα, (για γυναίκες) γεννώ το παιδί που έχω συλλάβει από τον ίδιο: «ήθελε πολύ ένα παιδί, γι’ αυτό χάρηκα πολύ, που τον έκανα πατέρα»·
- του γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που τον γένναγαν ή του γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που τον πέταγαν, βλ. λ. μάνα·
- του πήρε ο διάβολος τη μάνα και τον πατέρα, βλ. λ. διάβολος·
- του στάθηκα σαν πατέρας, του συμπεριφέρθηκα, τον αντιμετώπισα με πατρικό ενδιαφέρον: «επειδή από μικρός έμεινε ορφανός από πατέρα, του στάθηκα σαν πατέρας».