πατάτα, η, ουσ. [<ισπαν. patata <στη γλώσσα Ινδιάνων της Αμερικής batata], η πατάτα. 1. η ανοησία, η βλακεία: «σταμάτα, ρε παιδάκι μου, τις πατάτες, γιατί μας πήρες κεφάλι». 2. η αποτυχία, η γκάφα, το λάθος: «να προσέχεις τις πατάτες στη δουλειά σου, γιατί θα σου φύγει όλο το κέρδος». 3. το άνοστο φαγητό: «πώς τα καταφέρνεις και ό,τι μαγειρέψεις είναι σαν πατάτα!». Από το ότι η βρασμένη πατάτα δεν έχει σπουδαία γεύση. 4. ταινία ή άλλη καλλιτεχνική εκδήλωση ή έργο τέχνης που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, που έχει αποτύχει στο σκοπό του ή που δεν ανταποκρίνεται στη φήμη του, κοινώς που είναι φέσι: «πώς ήταν το έργο; -Πατάτα! || απορώ πώς από ένα τέτοιο καλλιτέχνη βγήκε τέτοια πατάτα!». Από το ότι ο βολβός της πατάτας, πριν μαγειρευτεί, είναι πολύ άνοστος. 5. (ειρωνικά) άτομο, ιδίως γυναίκα, χοντρή και δυσκίνητη: «συνόδευε μια γυναίκα σαν πατάτα». 6. (στη γλώσσα της αργκό) ο αυτοσχέδιος αργιλές που γίνεται από πατάτα. (Λαϊκό τραγούδι: μάγκες, φέρτε την πατάτα για να κάνουμε λουλά, να φουμάρουνε οι μάγκες που ’χουν ντέρτι στην καρδιά). (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- άλλο κάρο με πατάτες! βλ. λ. κάρο·
- γίνομαι πατάτα, μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «ήπιαμε τόσο πολύ, που στο τέλος γίναμε πατάτα». Για συνών. βλ. φρ. γίνομαι φέσι, λ. φέσι·
- είμαι πατάτα, είμαι πολύ μεθυσμένος από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «όταν είμαι πατάτα δε θέλω να μ’ ενοχλεί κανένας». Για συνών. βλ. φρ. είμαι φέσι, λ. φέσι·
- είναι πατάτες για τα μούτρα σου, επιθετική έκφραση με την οποία επιστρέφουμε σε κάποιον τα επιθετικά ή υβριστικά λόγια του: «όλες αυτές τις αηδίες που μου λες είναι πατάτες για τα μούτρα σου». Από το ότι νιώθει πολύ οδυνηρό πόνο, όταν δέχεται κάποιος πατάτες στο πρόσωπό του ·
- κάνω μια πατάτα, αποτυχαίνω εντελώς: «προσπάθησα τόσο πολύ να βάλω μυαλό σ’ αυτό το παιδί, αλλά στο τέλος έκανα μια πατάτα»·
- κάνω πατάτα ή κάνω πατάτες, κάνω λάθος, κάνω γκάφα: «έκανα πάλι πατάτα, και μ’ έριξε πέντε μέρες πίσω στη δουλειά || δεν ήξερα ότι χώρισε με τη γυναίκα του, επειδή τον κεράτωνε, κι έκανα μεγάλη πατάτα που τον ρώτησα πώς πάει ο γάμος του»·
- κάρο με πατάτες, βλ. λ. κάρο·
- κλάνω πατάτες, δειλιάζω, φοβάμαι, τρομοκρατούμαι: «μόλις κάνεις πως τον αγριεύεις λίγο, κλάνει πατάτες»·
- λέω πατάτες, βλ. συνηθέστ. πετώ πατάτες·
- πατάτες μπλουμ, (στη γλώσσα του στρατού) κακομαγειρεμένες πατάτες με ελάχιστο λάδι, σάλτσα και πολύ νερό, σχεδόν νερόβραστες: «χτες το μεσημέρι μας τάισαν πάλι πατάτες μπλουμ»·
- πετώ πατάτες, λέω ανοησίες, βλακείες: «σταμάτα, ρε παιδάκι μου, να πετάς πατάτες, γιατί θα μας βγάλεις και κανένα μάτι!». Συνοδεύεται με ταυτόχρονη χειρονομία με την παλάμη να προφυλάγουμε το πρόσωπό μας, όπως όταν μας πετάνε κάτι από μακριά για να μας χτυπήσουν·
- πετώ την καυτή πατάτα (σε κάποιον), μεταβιβάζω κάποιο σοβαρό πρόβλημα που με απασχολεί σε κάποιον άλλον: «πρέπει να βρει έναν τρόπο ν’ αυξήσει την παραγωγικότητα και πετάει την καυτή πατάτα σε μένα». Από το ότι, όταν πιάνουμε μια καυτή πατάτα που μας πετάει κάποιος, νιώθουμε πολύ άσχημα από το κάψιμο που μας προξενεί·
- σαν σακί με πατάτες, βλ. λ. σακί·
- τον κάνω πατάτα, τον μεθώ υπερβολικά με ποτό ή ναρκωτικό, τον κάνω να μην ξέρει τι του γίνεται από το μεθύσι: «όσες φορές καθίσαμε να πιούμε παρέα, τον έκανα πατάτα». (Λαϊκό τραγούδι: άντε κι ήρθε κι ένας απ’ την Πάτρα και στον κάναμε πατάτα, άντε κι ένας άλλος απ’ το Βόλο κι εφουμάρισε έναν τόνο). Ίσως από το ότι ο αργιλές, ιδίως στις φυλακές, μπορεί να κατασκευαστεί πρόχειρα, εκτός των άλλων, και από πατάτα (βλ. λ. αργιλές). Για συνών. βλ. φρ. τον κάνω φέσι, λ. φέσι.