πασαπόρτι κ. πασπόρτι, το, άκλ. ουσ. [<ιταλ. passaporto]. 1. το διαβατήριο. (Λαϊκό τραγούδι: το πλαστό το πασαπόρτι σαν και την καρδιά σου μόρτη σαν την κάλπικη καρδιά σου τη σκληρή). 2. (ειρωνικά) η αποπομπή, το διώξιμο: «πες μου, σε παρακαλώ, δεν το ’θελε το πασαπόρτι του με τέτοια ανάρμοστη συμπεριφορά!»·
- παίρνω πασαπόρτι ή παίρνω το πασαπόρτι μου, α. με διώχνουν από τη δουλειά μου, από την επιχείρηση όπου δουλεύω: «ήθελαν να κάνουν περικοπές στα έξοδα και πήρα πασαπόρτι μαζί με καμιά δεκαριά άλλους». β. (και για τα δυο φύλα) με διώχνει ο ερωτικός μου σύντροφος: «μ’ έκανε τσακωτό μ’ άλλη γυναίκα και πήρα το πασαπόρτι μου»·
- της δίνω πασαπόρτι ή της δίνω το πασαπόρτι της, διακόπτω τον ερωτικό μου δεσμό μαζί της, τη διώχνω: «επειδή τον τελευταίο καιρό άρχισε να μου μιλάει όλο για γάμο, της έδωσα πασαπόρτι»·
- του δίνω πασαπόρτι ή του δίνω το πασαπόρτι του, α. τον διώχνω από τη δουλειά μου, από την επιχείρησή μου, τον απολύω: «μου δημιουργούσε συνέχεια προβλήματα με τα συνδικαλιστικά, γι’ αυτό κι εγώ του ’δωσα πασαπόρτι». β. διακόπτω τον ερωτικό μου δεσμό μαζί του, τον διώχνω: «επειδή τον έπιασα μ’ άλλη γυναίκα, του ’δωσα το πασαπόρτι του». (Λαϊκό τραγούδι: θα σου δώσω πασαπόρτι και θα βρω καινούριο μόρτη).