πάσα, η, ουσ. [υποχωρητικό του ρ. πασάρω]. 1. η έντεχνη μεταβίβαση αντικειμένου από κάποιον σε κάποιον άλλον, ιδίως χωρίς να γίνεται αντιληπτή: «το πράμα πήγε πάσα από χέρι σε χέρι και δεν πήρε κανένας μυρουδιά». 2. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) η μεταβίβαση των φύλλων στον παίχτη από αυτόν που διευθύνει το παιχνίδι, καθώς και τα φύλλα που έχει μοιράσει: «μη μοιράζεις τόσο γρήγορα τα χαρτιά, γιατί μπορεί να μπερδέψουμε τις πάσες μας». 3. (για αθλητικά παιχνίδια) η μεταβίβαση της μπάλας από παίχτη σε παίχτη της ίδιας ομάδας στο μπάσκετ, στο βόλεϊ κ.ά., ιδίως στο ποδόσφαιρο: «του ’δωσε τη σωστή πάσα, σούταρε από καλή θέση και μπήκε το γκολ». Υποκορ. πασίτσα κ. πασούλα, η (βλ. λ.)·
- δίνω πάσα, βλ. φρ. κάνω πάσα·
- κάνω πάσα, α. μεταβιβάζω αντικείμενο έντεχνα ή κρυφά σε κάποιον, πασάρω: «μόλις πήρε το δαχτυλίδι στα χέρια του, το ’κανε με τρόπο πάσα στο φίλο του». β. (για αθλητικά παιχνίδια) μεταβιβάζω την μπάλα σε συμπαίχτη μου στο μπάσκετ, στο βόλεϊ κ. ά., ιδίως  στο ποδόσφαιρο: «έκανε τόσο ωραία πάσα ο τάδε στον τάδε, που ο τελευταίος τη μετέστρεψε με άνεση σε γκολ». γ. μεταβιβάζω, δίνω κάτι σε κάποιον: «επειδή είχα πολλή δουλειά, έκανα πάσα την τελευταία δουλειά που μου ’πεσε στον τάδε || κάνε μου, σε παρακαλώ, πάσα την αλατιέρα»·
- με παίζουν πάσα πάσα, με στέλνει διαδοχικά ο ένας υπάλληλος στον άλλον, ιδίως σε κάποια δημόσια υπηρεσία του δημοσίου, με αποτέλεσμα να μην μπορώ να τελειώσω τη δουλειά μου: «πήγα στην πολεοδομία για κάτι υπογραφές κι άρχισαν οι υπάλληλοι να με παίζουν πάσα πάσα». Από την εικόνα των ποδοσφαιριστών που στέλνουν διαδοχικά ο ένας την μπάλα στον άλλον·
- παίρνω πάσα, α. δέχομαι έντεχνα ή κρυφά από κάποιον κάποιο αντικείμενο: «δεν ξέρω ποιανού ’ναι το ρολόι, γιατί το πήρα πάσα απ’ τον τάδε». β. (για χαρτοπαίγνιο) παίρνω τα φύλλα από αυτόν που διευθύνει το παιχνίδι: «τώρα είναι η σειρά μου να πάρω πάσα». γ. (για αθλητικά παιχνίδια) δέχομαι την μπάλα από κάποιον συμπαίχτη μου στο μπάσκετ, στο βόλεϊ κ. ά., ιδίως στο ποδόσφαιρο: «μόλις πήρε πάσα απ’ τον τάδε, κάρφωσε την μπάλα στα δίχτυα». δ. δέχομαι κάποια μεταβίβαση από κάποιον: «πήρα πάσα τη δουλειά απ’ τον τάδε»·
- πάσα ο ένας, πάσα ο άλλος! έκφραση αγανάκτησης από άτομο που σε μια δημόσια υπηρεσία στέλνεται διαδοχικά από τον έναν υπάλληλο στον άλλον, χωρίς να εξυπηρετείται: «πάσα ο ένας, πάσα ο άλλος, στο τέλος κόντεψαν να σπάσουν τα νεύρα μου και η δουλειά μου δε γινόταν!»·
- πάω πάσα πάσα, βλ. συνηθέστ. με παίζουν πάσα πάσα·
- την κάνω πάσα, α. (για γυναίκες) την εκδίδω: «την έπεισε πως είναι τρελά ερωτευμένος μαζί της και, μόλις το ’χαψε η ηλίθια, άρχισε να την κάνει πάσα στον κύκλο του». β. πείθω μια γυναίκα να πάει ερωτικά με κάποιον φίλο μου ή γνωστό μου, την πασάρω: «όταν μπει μια γυναίκα στην παρέα τους, την κάνει πάσα ο ένας στον άλλον»·
- τον κάνω πάσα, α. (ιδίως για δημόσιους υπαλλήλους) στέλνω κάποιον που έρχεται να εξυπηρετηθεί από μένα σε κάποιον άλλον, τον πασάρω: «μόλις του ζήτησε ένα πιστοποιητικό γεννήσεως, τον έκανε πάσα στον άλλον». β. ξεφορτώνομαι κάποιον, τον στέλνω σε κάποιον άλλον για να μη με απασχολεί, για να φύγει από κοντά μου: «του είπα ότι έπρεπε να πάω επειγόντως σε μια δουλειά και τον έκανα πάσα σε κάτι φίλους, που βρήκα στο δρόμο»·
- του κάνω πάσα, του μεταβιβάζω, του δίνω κάτι: «βαρέθηκα να του κάνω πάσα συνέχεια γκόμενες || θα σταματήσω να του κάνω πάσα άλλες δουλειές || του ’κανα πάσα την αλατιέρα που μου ζήτησε»· βλ. και φρ. κάνω πάσα.