πάρτη, η, άκλ. ουσ. [<ιταλ. parte (= μέρος, μερίδιο)], (συνοδεύεται πάντοτε από τις προσωπ. αντων. μου, σου, του, της, μας, σας, τους, των), ο εαυτός μου, το εγώ μου, το συμφέρον μου, το μερίδιό μου. Εδώ να σημειώσουμε και τη νεοελληνική φιλοσοφία εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάρτης, παραποιώντας τη φρ. εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης που ειπώθηκε από τον Έκτορα στον Πολυδάμαντα·
- από πάρτη μου, από τη δική μου πλευρά, όσον αφορά εμένα: «από πάρτη μου είσαι ελεύθερος να φύγεις || εσείς δεν ξέρω τι θα κάνετε, πάντως από πάρτη μου, θα δω και θα πράξω». (Λαϊκό τραγούδι: κέρνα όλες τις παρέες από πάρτη μου, για να πούνε εις υγεία στην αγάπη μου
- από ποιανού πάρτη είσαι; ποιον από τους δυο μας υποστηρίζεις(;): «υποστηρίζεις μια τον έναν και μια τον άλλον. Πες μου, επιτέλους, από ποιανού πάρτη είσαι;». Συνών. από ποιανού μεριά είσαι; / από ποιανού μπάντα είσαι; / από ποιανού το μέρος είσαι(;)·
- βλέπω την πάρτη μου, βλ. φρ. κοιτάζω την πάρτη μου·
- για πάρτη μου ή για την πάρτη μου (σου, του, της κ.λπ.), α. για μένα, για τον εαυτό μου, για το μερίδιό μου, για το συμφέρον μου (σου, του, της κ.λπ.): «όσον αφορά για πάρτη μου, θα σκεφτώ και θα πράξω || εγώ θέλω για την πάρτη μου ό,τι συμφωνήσαμε». (Λαϊκό τραγούδι: το ξέρεις πως για πάρτη μου τρελαίνεται και μάγκες σαν και σένα τους σιχαίνεται // για μένα το καλό παιδί που πάντα τα λεφτά μου τα χάλαγα για πάρτη σας απ’ την καλή καρδιά μου // άδικα θα πάω, σβήνω και σκορπάω, κοίτα τι τραβάω για την πάρτη σου). β. σύμφωνα με την προσωπική μου άποψη: «για πάρτη μου και οι δυο έχουν άδικο»·
- καθαρίζω για (την) πάρτη μου, α. αναλαμβάνω να αντιμετωπίσω κάποιον δυναμικά, έχω το θάρρος να αντιμετωπίσω την πρόκληση που μου γίνεται: «έχω μάθει από μικρός να καθαρίζω για πάρτη μου και δε φοβάμαι κανέναν». (Λαϊκό τραγούδι: τη ζωή που θες να κάνεις, δεν μπορώ να τη δεχτώ. Αλλά δεν θα τη χαρίζεις την αγάπη σου, για καθάρισε για μένα και για πάρτη σου).β. αναλαμβάνω τα έξοδα που αναλογούν στο μερίδιό μου: «έχω μάθει να καθαρίζω για πάρτη μου, γι’ αυτό πες μου ποιο είναι το ποσό που πρέπει να πληρώσω στο ρεφενέ». γ. (γενικά) κερδίζω χρήματα: «απ’ την τελευταία δουλειά που έκανα καθάρισα για την πάρτη μου εκατό χιλιάρικα»·
- κοιτάζω την πάρτη μου, ενδιαφέρομαι μόνο για το προσωπικό μου συμφέρον: «όπως έγινε η κοινωνία, ο καθένας κοιτάζει την πάρτη του». (Λαϊκό τραγούδι: όμορφη, τρελή και σκάρτη, μόνο τη δική σου πάρτη κοίταζες ολόκληρη ζωή). Συνών. κοιτάζω την κοιλιά μου / κοιτάζω το συμφέρον μου / κοιτάζω τον κώλο μου·
- μιλώ για (την) πάρτη μου, εκφράζω την προσωπική μου άποψη, την προσωπική μου γνώμη, μιλάω για μένα: «δεν εκφράζω κανέναν, γιατί μιλάω για πάρτη μου»·
- ξηγιέμαι για (την) πάρτη μου, βλ. φρ. καθαρίζω για (την) πάρτη μου·
- ο καθένας για (την) πάρτη του, το κάθε άτομο για προσωπικό του λογαριασμό, για προσωπικό του όφελος: «από δω και πέρα, ο καθένας θα μιλάει για πάρτη του || από δω και πέρα, ο καθένας θα δουλεύει για την πάρτη του». Συνών. Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει (α).