παρουσία, η, ουσ. [<αρχ. παρουσία], η παρουσία. 1. η εμφάνιση κάποιου σε ένα χώρο, ο άνθρωπος που βρίσκεται σε ένα χώρο: «η παρουσία του έκανε εντύπωση σ’ όλους τους καλεσμένους || συνοδευόταν από μια αιθέρια παρουσία». 2. η προσέλευση, το να είναι κανείς παρών κάπου: «υπήρχε παρουσία πολλών ανθρώπων || ο αγιασμός έγινε παρουσία του μητροπολίτη»·
- επιβάλλεται με την παρουσία του, κυριαρχεί σε ένα χώρο λόγω της ισχυρής προσωπικότητάς του: «όπου και να βρεθεί, επιβάλλεται αμέσως με την παρουσία του»·
- μας επέβαλε την παρουσία του, παρέμεινε σε ένα χώρο, χωρίς να είναι ιδιαίτερα αρεστό από την ομήγυρη: «δεν τον ήθελε κανείς στην παρέα μας, αλλά, λόγω του ότι ήταν ο γιος του διευθυντή μας, μας επέβαλε την παρουσία του»·
- μέχρι Δευτέρα(ς) Παρουσία(ς), βλ. λ. Δευτέρα Παρουσία·
- παίρνω παρουσίες, καταγράφω τους παρόντες, ιδίως σε μια υποχρεωτική συγκέντρωση: «μόλις παρατάχθηκε ο λόχος, ο λοχαγός διέταξε το λοχία να πάρει παρουσίες»·
- παρουσία μου (σου, του, της κ.λπ.), ενώπιόν μου (σου, του, της κ.λπ.), μπροστά μου (σου, του, της κ.λπ): «υπέγραψαν το συμβόλαιο παρουσία μου»·
- τιμώ με την παρουσία μου, παρευρίσκομαι σε κάποια εκδήλωση ως επίσημος: «το χορό μας θα τιμήσει με την παρουσία του και ο τάδε υπουργός».