παράτα2, η, ουσ. [<ιταλ. parata], παρέλαση: «το πρωί κατεβήκαμε να δούμε την παράτα του στρατού»·
- δίνω παράτα, με λόγια και πράξεις δημιουργώ ευχάριστη ατμόσφαιρα σε μια ομήγυρη: «πάλι έδινε παράτα ο τάδε στην παρέα του»· βλ. και φρ. δίνω παράσταση, λ. παράσταση·
- κάνω παράτα, βλ. φρ. δίνω παράτα·
- του κάνουμε παράτα, εμπαίζουμε, ειρωνευόμαστε ή αποδοκιμάζουμε κάποιον, που περνάει από μπροστά μας: «έχουμε ένα χαζοβιόλη στη γειτονιά μας και κάθε φορά που τον βλέπουμε του κάνουμε παράτα».