απαρτία, η, ουσ. [<αρχ. ἀπαρτία <ἀπό + ἄρτιος], η απαρτία·
- έχουμε απαρτία, α. παρευρίσκονται όλα τα μέλη της παρέας: «τώρα που έχουμε απαρτία, μπορούμε ν’ αποφασίσουμε πού θα πάμε να γλεντήσουμε». (Λαϊκό τραγούδι: μα ήταν ο Παράδεισος όλος εν απαρτία και μ’ έριξαν στην Κόλαση ώσπου να πω το τρία).β. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) λέγεται στην περίπτωση που με τον ερχομό κάποιου συμπληρώνεται το καρέ: «μια κι έχουμε τώρα απαρτία, μπορούμε ν’ αρχίσουμε το παιχνίδι». γ. λέγεται και με ειρωνική διάθεση, όταν προσκολλάται στην ομήγυρη κάποιος ανεπιθύμητος. Στην περίπτωση αυτή της φρ. προτάσσεται το τώρα μάλιστα ή το μμμ, τώρα μάλιστα.