παράσημο, το, ουσ. [<αρχ. παράσημον, ουδ. του επιθ. παράσημος <παρά + σῆμα], το παράσημο· αφροδίσιο νόσημα: «πρόσεχε τα παράσημα μ’ αυτές τις άπλυτες που γυρνάς»·
- έχει πλάκα τα παράσημα, βλ. φρ. έχει πλάκα τα γαλόνια, λ. πλάκα·
- θα πάρεις το παράσημο ή θα πάρεις το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, έκφραση αγανάκτησης που απευθύνεται σε τροχονόμο που δεν ενέδωσε στα παρακάλια μας να μην μας επιδώσει την κλήση για τροχαία παράβαση ή παράνομο παρκάρισμα, ή έκφραση αγανάκτησης σε ευθυνόφοβο υπάλληλο που δε μας εξυπηρέτησε παρακάμπτοντας ανώδυνα τη γραφειοκρατία ή έκφραση αγανάκτησης σε κάποιον που, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, ενήργησε ενάντια στα συμφέροντά μας ή μας πρόδωσε. Συνών. θα πάρεις το βραβείο ή θα πάρεις το βραβείο της ανοιχτής παλάμης ή θα πάρεις το βραβείο της χείρας (χήρας) με τα πέντε ορφανά ή θα σου δώσουν το βραβείο ή θα σου δώσουν το βραβείο της ανοιχτής παλάμης ή θα σου δώσουν το βραβείο της χείρας (χήρας) με τα πέντε ορφανά / θα πάρεις το μεγαλόσταυρο ή θα σου δώσουν το μεγαλόσταυρο / θα πάρεις μετάλλιο ή θα σου δώσουν μετάλλιο / θα πάρεις τον αργυρό σταυρό ή θα σου δώσουν τον αργυρό σταυρό·  
- θα σου δώσουν το παράσημο ή θα σου δώσουν το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, βλ. φρ. θα πάρεις το παράσημο·
- κολλώ παράσημο, βλ. φρ. παίρνω παράσημο·
- παίρνω παράσημο, κολλώ κάποιο αφροδίσιο νόσημα: «αφού πήγαινες συνέχεια με πόρνες του δρόμου, πώς να μην πάρεις παράσημο!»·
- πήρε το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, δεν πήρε απολύτως τίποτα: «του είχαν τάξει χίλια δυο, αν τέλειωνε έγκαιρα τη δουλειά, κι όταν την τέλειωσε, πήρε το παράσημο της ανοιχτής παλάμης»·
- το μεγάλο παράσημο, η σύφιλη: «τα παλιότερα χρόνια πολλοί ναυτικοί δεν κατάφεραν να γλιτώσουν απ’ το μεγάλο παράσημο»·
- το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, (ειρωνικά) η μούντζα, το μούντζωμα: «πάνω στα νεύρα τους άρχισαν ν’ ανταλλάσσουν το παράσημο της ανοιχτής παλάμης»·
- του δίνω το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, βλ. συνηθέστ. του στέλνω το παράσημο της ανοιχτής παλάμης·
- του ’δωσαν το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, βλ. φρ. πήρε το παράσημο της ανοιχτής παλάμης·
- του στέλνω το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, τον μουντζώνω, ιδίως από μακριά: «όπως περνούσε πατητός από δίπλα μου κορνάροντας, του ’στειλα το παράσημο της ανοιχτής παλάμης».