παραπέρα, επίρρ. [<παρα- + πέρα]. 1. πιο μακριά, μακρύτερα: «θέλω να με πας λίγο παραπέρα». (Λαϊκό τραγούδι: ο ένας στην Αμερική κι ο άλλος παραπέρα, μα ’γω αδίκως καρτερώ να δω μιαν άσπρη μέρα). 2. αργότερα: «πάρε τώρα αυτά τα λεφτά να κάνεις τη δουλειά σου και βλέπουμε παραπέρα». 3. με άρθρο ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα παραπέρα, τα όσα πρόκειται να ακολουθήσουν, τα μετέπειτα, τα περαιτέρω: «μέχρι εδώ μπορώ να σε βοηθήσω, αλλά για τα παραπέρα δεν ξέρω»·
- βλέπω παραπέρα, είμαι διορατικός: «πρέπει να μπορεί να βλέπει παραπέρα κανείς, για να έχει τη δυνατότητα να προλαβαίνει τις άσχημες καταστάσεις»·
- για τα παραπέρα, για τα υπόλοιπα, για τα όσα ακολούθησαν ή για τα όσα πρόκειται να ακολουθήσουν: «σας είπα μόνο αυτά που ήξερα, γιατί για τα παραπέρα έχω άγνοια || προς το παρόν θα ενεργήσουμε μ’ αυτόν τον τρόπο και για τα παραπέρα βλέποντας και κάνοντας»·
- κάνω παραπέρα, παραμερίζω, αποτραβιέμαι, απομακρύνομαι: «έκανα παραπέρα να περάσει, γιατί ήταν βιαστικός || μόλις τους είδα ν’ αγριεύουν, έκανα παραπέρα για να μην μπλέξω»·
- τραβώ παραπέρα, βλ. φρ. κάνω παραπέρα.