παρακάλι κ. παρακάλιο, το, ουσ. [<παρακαλώ (υποχωρητ.)], συνήθως στον πλ. τα παρακάλια, οι συνεχείς παρακλήσεις ή ικεσίες, τα παρακαλετά: «δε γίνεται τίποτα με παρακάλια»·
- δεν παίρνει από παρακάλια, δεν κάμπτεται από τις παρακλήσεις, από τις ικεσίες που του κάνει κάποιος ή κάποιοι, είναι ανένδοτος: «μην πας να τον παρακαλέσεις για να σου δώσει εκείνη την άδεια, γιατί δεν παίρνει από παρακάλια»·
- θέλει παρακάλια, του αρέσει να τον παρακαλούν, προκειμένου να δώσει ή να κάνει κάτι: «στο τέλος θα σου δώσει τα δανεικά που του ζητάς, αλλά πρώτα θέλει παρακάλια». (Λαϊκό τραγούδι: πότε μου φέρεσαι καλά, πότε τα κάνεις χάλια, πότε μας κάνεις το βαρύ και θέλεις παρακάλια
- με (τα) χίλια παρακάλια, με συνεχείς και έντονες παρακλήσεις ή ικεσίες: «ήθελε να σου κάνει μήνυση, αλλά με χίλια παρακάλια κατάφερα να του αλλάξω γνώμη».