παράδεισος, ο, ουσ. [<αρχ. παράδεισος (= κήπος) <περσ. pairidaeza]. 1. (στη θρησκευτική παράδοση) ο κήπος της Εδέμ, η κατοικία των πρωτόπλαστων κάτω από ιδανικές συνθήκες, καθώς και ο χώρος όπου, σύμφωνα με την αιώνια κρίση, θα ανταμειφθούν οι καλοί χριστιανοί απολαμβάνοντας την αιώνια ζωή. 2. κάθε ωραίος και ειρηνικός τόπος, όπου μπορεί να ζήσει κανείς ευτυχισμένα: «η πατρίδα μας, είναι ο παράδεισος της Μεσογείου». (Τραγούδι: πήρες τον παράδεισο, κράτησα την άβυσσο, πήρες τα ευαγγέλια κι εγώ είμαι για γέλια). 3. τόπος, όπου ο καθένας έχει τη δυνατότητα να αναπτύξει ξεχωριστές δραστηριότητες: «το Λας Βέγκας είναι ο παράδεισος των τζογαδόρων || η Νέα Υόρκη είναι ο παράδεισος των ομοφυλοφίλων»·
- άνοιξαν οι πύλες του Παραδείσου, βλ. λ. πύλη·
- εδώ είναι ο Παράδεισος, εδώ κι η Κόλαση, ο άνθρωπος αμείβεται ή τιμωρείται για τις πράξεις του κατά τη διάρκεια της ζωής του και όχι στη μέλλουσα ζωή. (Λαϊκό τραγούδι: ξενύχτησα στην πόρτα σου και σιγοτραγουδώ εδώ είναι ο Παράδεισος κι η Κόλαση εδώ
- μαζί του ούτε (και) στον Παράδεισο, δηλώνει απόλυτη απόρριψη ή περιφρόνηση κάποιου: «δεν ξέρω ποια είναι η γνώμη σου για τον τάδε, αλλά εγώ μαζί του ούτε και στον Παράδεισο»·
- μοναχός ούτε (και) στον Παράδεισο, παρ’ όλα τα αγαθά που μπορεί να διαθέτει κάποιος, πολλές φορές είναι ανυπόφορη η μοναξιά: «πάντοτε ήμουν άνθρωπος της παρέας, του κόσμου και του κεφιού, γι’ αυτό μοναχός ούτε στον Παράδεισο»·
- ούτε (και) στον Παράδεισο με Αμερικάνο, βλ. λ. Αμερικανός·
- πήγε στον Παράδεισο, ο πεθαμένος για τον οποίο γίνεται λόγος, έζησε χρηστά και τίμια, πράγμα για το οποίο ανταμείφθηκε να απολαμβάνει την αιώνια ζωή: «ήταν τόσο καλός άνθρωπος, που σίγουρα πήγε στον παράδεισο». (Τραγούδι: και τι ζητάω, τι ζητάω, μια ευκαιρία στον παράδεισο να πάω
- τα κλειδιά του Παραδείσου, βλ. λ. κλειδί·
- τεχνητοί παράδεισοι, η πρόσκαιρη ευδαιμονία που προσφέρουν τα διάφορα ναρκωτικά: «όποιος μπλέξει στους τεχνητούς παραδείσους χάνει το πραγματικό νόημα της ζωής». Ομώνυμο έργο του Σ. Μποντλέρ·
- το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο, βλ. λ. ξύλο.