παξιμάδι, το, ουσ. [<μσν. παξιμάδι <παξιμάδιον <μτγν. παξαμάδιον <παξαμάς, από το κύρ. όν. Πάξαμος (συγγραφέας μαγειρικής του 1ου αιώνα μ.Χ.)], το παξιμάδι· ειδική μεταλλική ροδέλα με κοχλιωτές εγκοπές στην εσωτερική της πλευρά, μέσα στην οποία βιδώνεται η βίδα: «στερέωσε την εταζέρα με τέσσερα παξιμάδια»·
- αφήνω παξιμάδι, αφήνω κάποιον άναυδο, εμβρόντητο: «μ’ άφησε παξιμάδι, μόλις άνοιξε μπροστά στα μάτια μου την τσάντα του, που ήταν γεμάτη με χαρτονομίσματα των πεντακοσίων ευρώ»·
- θέλει βρεγμένο το παξιμάδι, είναι τόσο τεμπέλης, που τα θέλει όλα έτοιμα: «μην του πεις να κάνει το παραμικρό, γιατί θέλει βρεγμένο το παξιμάδι». Από το ότι το βρεγμένο παξιμάδι τρώγεται πάρα πολύ εύκολα·
- κάλλιο να ’χω στο σπίτι μου ελιές και παξιμάδι, παρά στο ξένο ζάχαρη και να μ’ ορίζουν άλλοι, βλ. λ. σπίτι·
- κάνει το σκατό του παξιμάδι, βλ. λ. σκατό·
- μένω παξιμάδι, μένω άναυδος, εμβρόντητος: «ήταν τόσο όμορφη η καινούρια του γκόμενα, που έμεινα παξιμάδι, μόλις μου τη σύστησε»·
- ξεραίνει το σκατό του και το κάνει παξιμάδι, βλ. λ. σκατό.