πάνω, επίρρ. [<αρχ. ἐπάνω], επάνω· βλ. και λ. απάνω και αποπάνω. (Ακολουθούν 123 φρ.)·
- από πάνω, δηλώνει κίνηση από ψηλότερο τόπο ή σημείο συνήθως προς τα κάτω: «η γλάστρα έπεσε από πάνω»· βλ. και φρ. κι από πάνω·
- από πάνω μέχρι κάτω ή από πάνω ως κάτω, καθ’ ολοκληρίαν: «τον έκανε χάλια από πάνω μέχρι κάτω || ο τοίχος έγινε χάλια από πάνω μέχρι κάτω»·
- βαδίζει πάνω σε τεντωμένο σκοινί, βλ. λ. σκοινί·
- βάζω το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- βγάζω από πάνω μου, (για ρούχα), ξεντύνομαι: «έβγαλα από πάνω μου τα ρούχα της δουλειάς και φόρεσα ρούχα καθαρά»·
- βγάζω το λεκέ από πάνω μου, βλ. λ. λεκές·
- βγαίνω από πάνω, καταφέρνω να φανώ αθώος για κάτι που μπορεί να ήμουν και ένοχος: «πάντα βρίσκει τρόπο να βγαίνει από πάνω»·
- βγαίνω κι από πάνω, όχι μόνο δεν παραδέχομαι το φταίξιμο ή το σφάλμα μου, αλλά επιπλέον αυθαδιάζω ρίχνοντας την ευθύνη σε άλλους: «γιατί φωνάζεις; Το σφάλμα ήταν καθαρά δικό σου και θέλεις να βγεις κι από πάνω!»·
- γυρεύει και ρέστα από πάνω ή γυρεύει και τα ρέστα από πάνω, βλ. λ. ρέστα·
- γυρεύει το λόγο κι από πάνω, βλ. λ. λόγος·
- δεν άφησε πέτρα πάνω στην πέτρα, βλ. λ. πέτρα·
- δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα, βλ. λ. πέτρα·
- δεν έχει αίμα πάνω του, βλ. λ. αίμα·
- δεν κλαίω πάνω στο χυμένο γάλα, βλ. λ. γάλα·
- δεν περνάει χρόνος από πάνω του, βλ. λ. χρόνος·
- είμαι από πάνω, είμαι ο κυρίαρχος της κατάστασης, ο κυρίαρχος του παιχνιδιού: «απ’ τη στιγμή που κρατώ στα χέρια μου αδιάσειστα στοιχεία για την κομπίνα που σκάρωσαν, είμαι από πάνω και δεν έχω να φοβηθώ κανέναν». (Λαϊκό τραγούδι: θα διώξω και τις βάσεις τους, θα φύγω κι απ’ το Ν.Α.Τ.Ο. για να ’μαστε από πάνω εμείς κι αυτοί να ’ν’ από κάτω
- είμαι από πάνω του, βρίσκομαι σε ψηλότερη βαθμίδα κάποιας ιεραρχίας σε σχέση με κάποιον άλλον: «είμαι από πάνω του, γιατί αυτός είναι υποδιευθυντής κι εγώ διευθυντής»·
- είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- είμαι πάνω στα ντουζένια μου, βλ. λ. ντουζένι·
- είμαι πάνω στη βράση μου, βλ. λ. βράση·
- είμαι στα πάνω μου, α. περνώ περίοδο καλής ψυχολογικής κατάστασης: «όταν είμαι στα πάνω μου, δε χαλώ χατίρι σε κανέναν». β. περνώ περίοδο καλής οικονομικής κατάστασης: «τώρα που είμαι στα πάνω μου, μπορώ να σου δώσω εκείνο το ποσό που μου είχες ζητήσει». Αντίθ. είμαι στα κάτω μου·
- είναι από δέκα γαβ γαβ και πάνω, βλ. λ. γαβ·
- είναι πάντα στο πάνω σκαλοπάτι, βλ. λ. σκαλοπάτι·
- είναι πάνω απ’ όλα, είναι αμερόληπτος: «δέχομαι τη διαιτησία του τάδε, γιατί απ’ ό,τι ξέρω είναι πάνω απ’ όλα»·
- είναι πάνω απ’ όλους, α. υπερτερεί σε κάτι όλων των άλλων: «όλοι τους είναι καλοί εργάτες, αλλά ο τάδε που μου λες είναι πάνω απ’ όλους». β. είναι αμερόληπτος: «δεν υποστηρίζει κανέναν, γιατί είναι πάνω απ’ όλους»·
- είναι πάνω στην τρέλα του, βλ. λ. τρέλα·
- είναι πάνω στο ζουμί του, βλ. λ. ζουμί·
- είναι πάνω στο φόρτε του, βλ. λ. φόρτε·
- είπα, ξείπα, χέζω πάνω στο λόγο μου, βλ. λ. λόγος·
- έφερε τα πάνω κάτω, βλ. λ. κάτω·
- έφυγ’ ένα βάρος από πάνω του, βλ. λ. βάρος·
- έχει τα μυαλά του πάνω απ’ το κεφάλι του ή έχει το μυαλό του πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- έχει το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- έχω τα νεύρα πάνω απ’ το κεφάλι μου ή έχω τα νεύρα πάνω απ’ το κεφάλι, βλ. λ. νεύρο·
- έχω το πάνω χέρι, βλ. λ. χέρι·
- ζητάει και ρέστα από πάνω ή ζητάει και τα ρέστα από πάνω, βλ. λ. ρέστα·
- ζητάει το λόγο κι από πάνω, βλ. λ. λόγος·
- η μια πάνω στην άλλη, βλ. λ. μια·
- θα περάσεις πάνω απ’ το πτώμα μου, βλ. λ. πτώμα·
- θέλει και ρέστα από πάνω ή θέλει και τα ρέστα από πάνω, βλ. λ. ρέστα·
- θέλει το λόγο κι από πάνω, βλ. λ. λόγος·
- κάθομαι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- κάθομαι πάνω σε ηφαίστειο, βλ. λ. ηφαίστειο·
- κάθομαι πάνω σε ωρολογιακή βόμβα, βλ. λ. βόμβα·
- κάθομαι πάνω στην υπογραφή μου, βλ. λ. υπογραφή·
- κάθομαι πάνω στο λόγο μου, βλ. λ. λόγος·
- και πάνω, α. περισσότερο, περισσότεροι από κάτι που μόλις προαναφέραμε: «για να μπορέσεις να παρακολουθήσεις αυτό το έργο, πρέπει να είσαι δεκαπέντε χρονών και πάνω || ήταν είκοσι άτομα και πάνω». β. πέρα από το κανονικό, από το επιτρεπτό όριο: «μ’ έγραψε ο τροχονόμος, γιατί έτρεχα με εκατό χιλιόμετρα και πάνω»· βλ. και φρ. και βάλε, λ. βάζω·
- κάτσε δω πάνω, βλ. λ. εδώ·
- κι από πάνω, επιπλέον: «δε μου επέστρεψε το παλιό του χρέος κι έρχεται με θράσος να τον δανείσω κι από πάνω». (Λαϊκό τραγούδι: στοίχημα να βάλεις κι από πάνω, την καρδιά κομμάτια θα την κάνω)· βλ. και φρ. από πάνω·
- μ’ άφησε πάνω στη γλύκα, βλ. λ. γλύκα·
- μ’ έκοψε πάνω στη γλύκα, βλ. λ. γλύκα·
- μ’ έκοψε πάνω στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- με την ευχή μου και πάνω απ’ το κεφάλι μου, βλ. λ. ευχή·
- μη με κόβεις πάνω στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- μη μιλάς πάνω στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- μιλάει πάνω σου! (για ρούχα), βλ. λ. μιλώ·
- μιλάει πάνω στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- ο ένας πάνω στον άλλον, βλ. λ. ένας·
- ο κόσμος ήρθε τα πάνω κάτω, βλ. λ. κόσμος·
- ο λύκος απ’ την πάνω μεριά, τ’ αρνί απ’ την κάτω μεριά, τ’ αρνί θολώνει το νερό βλ. λ. αρνί·
- ο πάνω κόσμος, βλ. λ. κόσμος·
- οι από πάνω, α. αυτοί που κυβερνούν, η εξουσία, η ανώτατη αρχή: «όταν οι από πάνω είναι απατεώνες, τι θέλεις να σου κάνει ο λαουτζίκος!». β. οι πλούσιοι, η υψηλή κοινωνία: «εσύ τώρα με τους από πάνω είσαι ή με τους εργάτες;». γ. αυτοί που μένουν στο επάνω διαμέρισμα από το δικό μας: «δεν έχουμε κανένα παράπονο, γιατί οι από πάνω είναι μια ήσυχη οικογένεια». Στην τελευταία περίπτωση η φρ. κλείνει συνήθως με το μας· βλ. και λ. αποπάνω·
- παίρνω τα πάνω μου, βλ. φρ. παίρνω τ’ απάνω μου, λ. απάνω·
- παίρνω την αμαρτία πάνω μου, βλ. λ. αμαρτία· 
- παίρνω την πάνω βόλτα, βλ. λ. βόλτα·
- πάνω απ’ όλα, βλ. λ. όλος·
- πάνω απ’ το προσκέφαλο ή πάνω στο προσκέφαλο (κάποιου), βλ. λ.προσκέφαλο·
- πάνω από..., α. περισσότερο από…, περισσότεροι από...: «κοστίζει πάνω από δέκα χιλιάδες || είναι πάνω από τριάντα χρονών || ήταν πάνω από εκατό άτομα». β. υπεράνω: «είναι πάνω από τις δυνάμεις μου»·
- πάνω κάτω, α. επαναλαμβανόμενη απομάκρυνση και επιστροφή στο ίδιο σημείο: «όλο το βράδυ πήγαινε πάνω κάτω έξω απ’ το μπαρ περιμένοντας τον άντρα της να βγει». Συνών. πέρα δώθε. β. επαναλαμβανόμενη κίνηση από το ψηλότερο σημείο στο χαμηλότερο: «μπήκαν κάτι πιτσιρίκια στο ασανσέρ και το πήγαιναν συνέχεια πάνω κάτω». γ. περίπου: «δεν ξέρω πόσο ακριβώς στοιχίζει, αλλά πάνω κάτω θα πρέπει να κάνει καμιά πενηνταριά ευρώ»·
- πάνω πάνω, εντελώς επάνω: «πάνω πάνω στη βαλίτσα είχα βάλει το σιδερωμένο μου πουκάμισο για να μην τσαλακωθεί»· βλ. και φρ. τα λέω πάνω πάνω·
- πάνω που..., ακριβώς την ώρα, τη στιγμή που ήμουν έτοιμος να προβώ σε μια ενέργεια: «πάνω που ετοιμάστηκα να κλειδώσω το γραφείο μου, χτύπησε το τηλέφωνο || πάνω που αποφάσισα να του τηλεφωνήσω, παρουσιάστηκε στην πόρτα του γραφείου μου». (Λαϊκό τραγούδι: πάνω που συμμαζεύτηκα κι είπα τσαρδί να στήσω, ήρθες εσύ, σώνει καλά, να μου σηκώσεις τα μυαλά και τα παλιά ν’ αρχίσω!
- πάνω σ’ όλα, επιπλέον: «πάνω σ’ όλα μας ήρθε κι αυτό το κακό»·
- πάνω στα κέφια ή πάνω στα κέφια μου ή πάνω στο κέφι ή πάνω στο κέφι μου, βλ. λ. κέφι·
- πάνω στα νεύρα μου, βλ. λ. νεύρο·
- πάνω στη βράση, βλ. λ. βράση·
- πάνω στη γλύκα, βλ. λ. γλύκα·
- πάνω στη γλώσσα μου το ’χω, βλ. λ. γλώσσα·
- πάνω στην τούρλα του Σαββάτου, βλ. λ. τούρλα·
- πάνω στην τρέλα του, βλ. λ. τρέλα·
- πάνω στην ώρα, βλ. λ. ώρα·
- πάνω στο άνθος της ηλικίας του, βλ. λ. άνθος·
- πάνω στο γιαρί μεντέτ, βλ. λ. γιαρί μεντέτ·
- πάνω στο δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- πάνω στο ζουμί, βλ. λ. ζουμί·
- πάνω στο θυμό μου, βλ. λ. θυμός·
- πάνω στο τσακ, βλ. λ. τσακ·
- πάνω στο τσακίρ κέφι, βλ. λ. τσακίρ·
- πάνω στο τσαφ, βλ. λ. τσαφ·
- πάνω στο φόρτε της δουλειάς, βλ. λ. δουλειά·
- πάνω στο χρόνο, βλ. λ. χρόνος·
- πάνω στον καλό ύπνο ή πάνω στον καλό τον ύπνο ή πάνω στον ύπνο τον καλό, βλ. λ. ύπνος·
- πάνω στον τσούρλο και κουκούδι, βλ. λ. κουκούδι·
- πατώ γερά πάνω στη γη, βλ. λ. γη·
- πέντε πάνω πέντε κάτω, βλ. λ. πέντε·
- περπατάει πάνω σε τεντωμένο σκοινί, βλ. λ. σκοινί·
- πετάχτηκε πάνω σαν ελατήριο, βλ. λ. ελατήριο·
- πετώ τα ρούχα από πάνω μου, βλ. λ. ρούχο·
- πέφτω πάνω (σε κάποιον ή σε κάτι), α. προσκρούω τυχαία πάνω σε κάποιον ή σε κάτι: «όπως έτρεχα να σε προλάβω, έπεσα πάνω σ’ έναν άγνωστο || καθώς κινήθηκε βιαστικά για την κουζίνα, έπεσε πάνω σε μια καρέκλα». β. συναντώ τυχαία κάποιον: «το πρωί πήγα στη λαϊκή κι έπεσα πάνω στον τάδε, που είχα καιρό να τον δω || καθώς ερχόμουν, έπεσα πάνω στον τάδε και με καθυστέρησε». γ. βρίσκομαι τυχαία σε μια κατάσταση που διαδραματίζεται ή εξελίσσεται: «όπως ερχόμουν στο ραντεβού μας, έπεσα πάνω σ’ έναν καβγά κι έμεινα για λίγο να χαζέψω || μόλις έστριψα με τ’ αυτοκίνητο στην Εγνατία, έπεσα πάνω σε μια διαδήλωση και κινούμασταν όλοι σημειωτόν». δ. επιτίθεμαι, ορμώ εναντίον κάποιου με άγριες διαθέσεις: «μόλις τον είδαν να σπρώχνει τον παπά της ενορίας τους, έπεσαν όλοι πάνω του να τον φάνε!». ε. ορμώ πάνω σε κάποιον ή κάτι: «ο παίχτης έπεσε με δύναμη πάνω στα πόδια του αντιπάλου του για να του αποσπάσει την μπάλα». στ. αντιμετωπίζω ανέλπιστα κάποιον ο οποίος έχει μια ιδιότητα που δε με συμφέρει ή που την αγνοούσα: «πήγα να τα βάλω με τον τάδε, αλλά έφαγα της χρονιάς μου, γιατί έπεσα πάνω σε μποξέρ»·
- πέφτω πάνω στα φρένα, βλ. λ. φρένο·
- πήδηξε μέχρι κει πάνω, βλ. λ. πηδώ·
- πιάστηκαν πάνω στην πράξη, βλ. λ. πράξη·
- πιάστηκε πάνω στην πράξη, βλ. λ. πράξη·
- πιο πάνω, (για ομιλίες ή γραπτά κείμενα) προηγουμένως: «όπως σας είπα και πιο πάνω, χωρίς ομόνοια δεν υπάρχει προκοπή || όπως σημειώνω και πιο πάνω, τα ναρκωτικά είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος της νεολαίας»·
- σεκεμέ και πάνω τούρλα, βλ. λ. σεκεμέ·
- σήκω πάνω, κάτσε κάτω, βλ. λ. σηκώνω·
- στάζει νερό από πάνω μου, βλ. λ. νερό·
- στέκεται από πάνω μου σαν το χάρο ή στέκεται σαν το χάρο από πάνω μου, βλ. λ. χάρος·
- στέκεται πάνω απ’ το κεφάλι μου σαν το χάρο ή στέκεται πάνω απ’ το κεφάλι μου σαν χάρος ή στέκεται σαν το χάρο πάνω απ’ το κεφάλι μου ή στέκεται σαν χάρος πάνω απ’ το κεφάλι μου, βλ. λ. χάρος·
- στέκομαι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- στο τέλος θα μας γαμήσει κι από πάνω, βλ. λ. γαμώ·
- τα λέω πάνω πάνω, λέω, διηγούμαι κάτι εν συντομία και χωρίς πολλές λεπτομέρειες: «μας τα ’πε πάνω πάνω τι έγινε, γιατί κι αυτός δεν ήξερε λεπτομέρειες»·
- τι καιρό κάνει εκεί πάνω; βλ. λ. καιρός·
- το κάτω κεφάλι τρώει το πάνω κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- το ’να πάνω στ’ άλλο, βλ. λ. ένας·
- τον έπιασαν πάνω στην πράξη, βλ. λ. πράξη·
- τον έχω από πάνω μου, με επιτηρεί ενοχλητικά, καταπιεστικά: «όσο θα τον έχω από πάνω μου, δε θα μπορέσω να βγάλω καλή δουλειά, στο λέω»·
- τον έχω πάνω απ’ το κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
- τον στόλισε από πάνω μέχρι κάτω, βλ. λ. στολίζω·
- τους έπιασαν πάνω στην πράξη, βλ. λ. πράξη·
- τους πέτυχα πάνω στο τραπέζι, βλ. λ. τραπέζι·
- τους τσάκωσαν πάνω στην πράξη, βλ. λ. πράξη·
- φέρνω τα πάνω κάτω ή φέρνω το πάνω κάτω, α. αλλάζω, διαμορφώνω ριζικά, ιδίως προς το κακό: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε διευθυντής, έφερε το πάνω κάτω στη δουλειά». β. προκαλώ μεγάλη αναταραχή, μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη σύγχυση. (Τραγούδι: μουρή, μ’ έχεις κάνει καψούρη, μ’ έφερες το πάνω κάτω, τζάμπα με φωνάζουν ακόμα γάτο
- φύγε πάνω απ’ το κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
- φωτιά πάνω στη φωτιά, βλ. λ. φωτιά.