παντόφλα κ. παντούφλα, η, ουσ. [<ιταλ. pantofola <ελλ. παντόφελλος (= όλη από φελλό) ή πατόφελλος (= με πάτο από φελλό)], η παντόφλα. 1. (στη γλώσσα της αργκό) πέτσινο πορτοφόλι: «όπου και να πάει, έχει πάντα γεμάτη την παντόφλα του». (Λαϊκό τραγούδι: εμείς τρώμε τα λάχανα, τσιμπούμε τις παντόφλες, για να μας βλέπουν τακτικά της φυλακής οι πόρτες) 2. (στη γλώσσα της αργκό) χαρτονόμισμα μεγάλης αξίας (παλιότερα το χιλιάρικο): «για να κλείσει η δουλειά, μου ’δωσε δέκα παντόφλες καπάρο». 3. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) κατεργασμένο χασίσι σε πλάκα, σε φέτα: «μπορεί να μου πει κανείς πόσα τσιγαρλίκια βγαίνουν από μια παντόφλα;». 4. (στη νεοαργκό) πολύ χοντρό σάντουιτς με λουκάνικο, ιδίως αυτά που πουλάνε τη νύχτα οι καντίνες στις άκρες των δρόμων ή έξω από τα μπουζουκτσίδικα: «μας είχε θερίσει το ουίσκι, γι’ αυτό, μόλις βγήκαμε απ’ το μαγαζί, πήγαμε στην πλησιέστερη καντίνα κι έφαγε ο καθένας μας από δυο παντόφλες». Τέλος, οι παλαιότεροι το είχαν ως αμαρτία, ως γρουσουζιά, αν έβλεπαν αναποδογυρισμένη παντόφλα, γιατί θεωρούσαν πως αυτός που της είχε, μούντζωνε το Θεό·
- έβγαλε μια γλώσσα σαν παντόφλα, βλ. λ. γλώσσα·
- είναι παντόφλα, (στη νεοαργκό) είναι ψέμα, πρόκειται για ψέμα: «μην πιστεύεις αυτό που σου λέει, γιατί είναι παντόφλα»·
- έχει μια γλώσσα σαν παντόφλα, βλ. λ. γλώσσα·
- παντόφλα που σου χρειάζεται! με αυτά που κάνεις είσαι άξιος τιμωρίας με ξυλοδαρμό, αξίζει να τιμωρηθείς με σκληρό, με παραδειγματικό τρόπο: «παντόφλα που σου χρειάζεται παλιόπαιδο, να κοροϊδεύεις γέρο άνθρωπο!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ. Από το ότι, παλιότερα, η μητέρα τιμωρούσε τα παιδιά της με ξυλοδαρμό για τις διάφορες αταξίες τους χρησιμοποιώντας την παντόφλα της. Για συνών. βλ. φρ. βρεγμένη σανίδα που σου χρειάζεται! λ. σανίδα·
- τις άρπαξε με την παντόφλα, έφαγε ξύλο, ιδίως από τη μητέρα του: «όταν αντιλήφθηκε η μάνα του πως ο κανακάρης της είχε φάει όλο το γλυκό, τις άρπαξε με την παντόφλα». Από το ότι, παλιότερα, η μητέρα τιμωρούσε τα παιδιά της με ξυλοδαρμό για τις διάφορες αταξίες τους χρησιμοποιώντας την παντόφλα της. Συνών. τις άρπαξε με τη βέργα / τις άρπαξε με τη βίτσα / τις άρπαξε με το ζωνάρι / τις άρπαξε με το ζωστήρα / τις άρπαξε με το λουρί·
- τις έφαγε με την παντόφλα, βλ. φρ. τις άρπαξε με την παντόφλα.