παν, το, ουσ. [<αρχ. πᾶν, ουδ. της αντων. πᾶς], παν. 1. το σύμπαν: «ο δημιουργός του παντός», ο Θεός. 2. στον πλ. τα πάντα, όλα: «τα πάντα πήγαν ρολόι». (Λαϊκό τραγούδι: είναι ομορφοκόριτσο το λέω και καυχιέμαι, για τη χρυσή της την καρδιά τα πάντα απαρνιέμαι). (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- άπαξ διά παντός, βλ. φρ. μια για πάντα, λ. πάντα·
- διά παν ενδεχόμενο, βλ. λ. ενδεχόμενο·
- διά παντός, για όλη τη ζωή: «θα σ’ αγαπώ διά παντός»·
- είναι το παν, ό,τι έχει μεγάλη αξία για κάποιον ή το σπουδαιότερο μέρος ενός πράγματος ή μιας κατάστασης: «αυτή η γυναίκα είναι το παν για μένα || η καλή μηχανή είναι το παν σ’ ένα αυτοκίνητο || το παν στην υπόθεση είναι να πείσουμε τον τάδε να χρηματοδοτήσει τη δουλειά»·
- η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, βλ. λ. αρχή·
- κάνω τα πάντα, βλ. φρ. κάνω το παν·
- κάνω το παν, χρησιμοποιώ όλα τα μέσα για να πετύχω κάτι: «κάνω το παν για να βολέψω το γιο μου σε κάποια τράπεζα || κάνω το παν για να τα φτιάξω μ’ αυτή τη γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: πήγες και είπες σε λίγες μέρες πως θα με ψήσεις, είπες ακόμα μπροστά σε όλους θα με φιλήσεις και πως θα κάνεις το παν για μένα, γιατί σ’ αρέσω, πολύ λυπάμαι δε θα μπορέσω
- ποιος είμαι τέλος πάντων! βλ. λ. τέλος·
- ποιος είσαι τέλος πάντων! βλ. λ. τέλος·
- προ παντός, πάνω από όλους ή από όλα, πολύ περισσότερο: «αγαπώ όλον τον κόσμο, προ παντός όμως εσένα που είσαι ο γιος μου»·
- προ πάντων, βλ. φρ. προ παντός·
- τα πάντα είναι δυνατά, βλ. λ. δυνατός·
- τέλος πάντων, βλ. λ. τέλος.