παλικάρι κ. παλληκάρι, το, ουσ. [<μσν. παλληκάριον (= σωματοφύλακας) υποκορ. του μτγν. πάλληξ]. 1. έφηβος ή νεαρός άντρας: «κάθε Κυριακή μεσημέρι όλα τα παλικάρια της γειτονιάς πηγαίνουν στο γήπεδο». (Λαϊκό τραγούδι: νύχτωσε χωρίς φεγγάρι, το σκοτάδι είναι βαθύ, όμως ένα παλικάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί). 2. νεαρός άντρας άφοβος, γενναίος, τολμηρός: «είναι πολύ παλικάρι ο τάδε και δε φοβάται να τα βάλει με κανέναν». (Λαϊκό τραγούδι: άντε, τράβα στη δουλειά σου, να μην έβρεις τον μπελά σου και, αν είσαι παλικάρι, τράβα, κάνε μου τη χάρη). 3. άντρας που έχει το θάρρος της γνώμης, που συμπεριφέρεται ακριβοδίκαια, καθώς πρέπει: «όταν έχουμε διαφορές στην παρέα μας, μας τις λύνει ο τάδε, που είναι παλικάρι, κι όλοι μας τον ακούμε». 4. χαρακτηρισμός άντρα που αντεπεξέρχεται με αξιοθαύμαστο τρόπο τις δυσκολίες που προκύπτουν ή που επιδεικνύει μεγάλη αντοχή σε κάποια δραστηριότητά του: «πέσανε πάνω του να τον εμποδίσουν, αλλά αυτός είναι παλικάρι στις τρικλοποδιές και τα κατάφερε μια χαρά στη δουλειά που ανέλαβε || είναι παλικάρι στο ποτό». 5. ο ανύπαντρος: «είναι ακόμα παλικάρι». 6. προσφώνηση σε έφηβο ή σε νεαρό άντρα που δε γνωρίζουμε το όνομά του: «έχεις ώρα, ρε παλικάρι;». 7. στον πλ. τα παλικάρια, οι γενναίοι αγωνιστές που υπηρετούσαν στις διαταγές κάποιου οπλαρχηγού κατά την επανάσταση του 1821: «γύρισαν νικητές ο Κολοκοτρώνης και τα παλικάρια του». (Δημοτικό τραγούδι: σαράντα παλικάρια από τη Λιβαδειά πάνε για να πατήσουν μωρ’ την Τριπολιτσά). Μεγέθ. παλίκαρος, ο (βλ. λ.).Υποκορ. παλικαράκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- άξιο παλικάρι, που είναι ικανό, εργατικό, που αντεπεξέρχεται με επιτυχία στις δυσκολίες και στα προβλήματα που προκύπτουν: «τον θαυμάζω, γιατί γενικά είναι άξιο παλικάρι || θα ξεπεράσει κι αυτή τη δυσκολία του, γιατί είναι άξιο παλικάρι». Με την παραπάνω φρ. υπήρχε και το ακόλουθο τετράστιχο, που λεγόταν από τα παιδιά υπό τύπο κοροϊδίας: ο τάδε (κάποιο όνομα) το καλό παιδί και τ’ άξιο παλικάρι, γαϊδάρου κώλο φίλησε και πήρ’ ένα δεκάρι·  
- βγάζω παλικάρι (κάποιον ή κάποια), βοηθώ κάποιον ή κάποια να αντεπεξέλθει με επιτυχία κάποια προσωπική δυσκολία, κάποια δουλειά ή υπόθεση: «στις δύσκολες στιγμές της ζωής μου, μόνο ο τάδε μ’ έβγαλε παλικάρι». (Λαϊκό τραγούδι: γύρνα πάλι στη δουλειά σου, συγκεντρώσου στα μυαλά σου, να σε βλέπω με καμάρι, να με βγάλεις παλικάρι)·    
- βγαίνω παλικάρι, (και για τα δυο φύλα) αντεπεξέρχομαι με επιτυχία σε κάποια προσωπική δυσκολία, σε κάποια δουλειά ή υπόθεση: «όποια δυσκολία και να του τύχει, βγαίνει παλικάρι». (Τραγούδι: μα με του Θεού τη χάρη, βγήκα πάλι παλικάρι)· βλ. και φρ. με βγάζει παλικάρι (κάτι)·
- η ανάγκη κάνει το παλικάρι, βλ. λ. ανάγκη·
- κακό παλικάρι, που είναι ανάγωγο, ανήθικο, που δεν μπορεί κανείς να του έχει εμπιστοσύνη: «πρόσεχε μ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι κακό παλικάρι»·
- καλό παλικάρι, που είναι ευγενικό, τίμιο, ηθικό και παράλληλα ανδρείο, γενναίο, τολμηρό: «ο τάδε είναι το πιο καλό παλικάρι της γειτονιάς μας»·
- κάνω το παλικάρι, προσποιούμαι τον ανδρείο, το γενναίο, τον τολμηρό: «όσο και να κάνεις το παλικάρι, ξέρω καλά τι κλάνας είσαι»·
- με βγάζει παλικάρι (κάτι), συντελεί ώστε να αντεπεξέλθω κάποια δυσκολία: «η δουλειά που είναι να τρέχω κάθε μέρα μέσα στον κάμπο σε διάφορα χωράφια κι έχω ένα φορτηγάκι, που με βγάζει παλικάρι». (Λαϊκό τραγούδι: μόνος κανένας μπάρμπας σου μπορεί να σ’ αβαντάρει· τα τσεκ απ’ την Αμερική σε βγάζουν παλικάρι)· βλ. και φρ. βγαίνω παλικάρι·   
- με του γέρου το τομάρι παίρνει η νέα παλικάρι, βλ. λ. τομάρι·
- ο ύπνος θρέφει το παιδί κι ο ήλιος το μοσχάρι και το κρασί τον γέροντα τον κάνει παλικάρι, βλ. λ. ύπνος·
- παλικάρι της φακής, ο ψευτοπαλικαράς: «σε όσους δεν τον ξέρουν, κάνει τον άγριο, αλλά σε μένα κάθεται σούζα, γιατί ξέρω καλά τι παλικάρι της φακής είναι!»·
- παλικάρι της φακής και σκατά της Αφρικής, ο δειλός, ο φοβητσιάρης, που προσποιείται τον άφοβο, τον τολμηρό, ενώ στην πραγματικότητα μπορεί και να χεστεί επάνω του από το φόβο του: «ποιος είναι παλικάρι, ο τάδε; Αυτός είναι παλικάρι της φακής και σκατά της Αφρικής»·
- πρώτο παλικάρι, που είναι πολύ ηθικό, πολύ τίμιο, αλλά και πολύ άφοβο, γενναίο, τολμηρό: «όλοι θέλουμε να κάνουμε παρέα μαζί του, γιατί είναι πρώτο παλικάρι». (Λαϊκό τραγούδι: στη γειτονιά με είχανε πρώτο παλικάρι και πάντα λυμένο για καβγά είχα το ζωνάρι
- σωστό παλικάρι, που είναι ευγενικό, που δε θέλει να αδικήσει κανέναν, που συμπεριφέρεται καθώς πρέπει και παράλληλα είναι ανδρείο, γενναίο, τολμηρό: «σήμερα, δύσκολα θα βρεις μέσα στη νεολαία σωστά παλικάρια, όπως τα παλιά τα χρόνια»·
- το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι, λέγεται για άτομο, ή από το ίδιο το άτομο για τον εαυτό του, που βρίσκει τον τρόπο να ξεπερνάει κάποιο εμπόδιο ή δυσκολία, ακόμη και αν αυτός είναι δυναμικός, πλάγιος ή ανέντιμος: «μου δημιουργούσε συνέχεια προβλήματα και, παρά τις συστάσεις μου, δεν έλεγε να βάλει μυαλό, αλλά το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι, γιατί τον πλάκωσα στο ξύλο κι έτσι έκατσε στ’ αβγά του || θέλησα δια της νομίμου οδού να πάρω την άδεια για να χτίσω ένα σπιτάκι στην εξοχή, αλλά επειδή απ’ το ’να γραφείο μ’ έστελναν στ’ άλλο, λάδωσα κάνα δυο τρεις και τέλειωσε η δουλειά μου, γιατί το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι»·
- τον βγάζω παλικάρι, δεν τον εκθέτω, γιατί διεκπεραιώνω με επιτυχία αυτό που μου αναθέτει: «είναι πολύ ατσίδα ο τύπος κι οτιδήποτε του αναθέσει κάποιος, τον βγάζει παλικάρι». (Λαϊκό τραγούδι: το πορτοφόλι σήμερα έχει μεγάλη χάρη, σε κάθε δύσκολη στιγμή σε βγάζει παλικάρι).