παϊτόνι, το, ουσ. [<τουρκ. <payton <γαλλ. phaeton <αρχ. ελλ. Φαέθων], σκεπαστή άμαξα με μεγάλες ρόδες που τη σέρνει άλογο: «τα παϊτόνια κάποτε είχαν τη θέση των ταξί»·
- γίνομαι παϊτόνι, α. μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «πίναμε απ’ το μεσημέρι και μέχρι το βράδυ είχαμε γίνει παϊτόνι». Για συνών. βλ. φρ. γίνομαι φέσι, λ. φέσι. β. κουράζομαι υπερβολικά τρέχοντας να τακτοποιήσω διάφορες υποθέσεις: «είχα πολλές εκκρεμότητες σήμερα κι έγινα παϊτόνι, μέχρι να τις τακτοποιήσω»·
- είμαι παϊτόνι, α. είμαι πολύ μεθυσμένος από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «τον είδα στο καφενείο κι ήταν πάλι παϊτόνι απ’ το πιοτό». Για συνών. βλ. φρ. είμαι φέσι, λ. φέσι. β. είμαι πολύ κουρασμένος: «κάνε μέρος να καθίσω, γιατί είμαι παϊτόνι»·
- τον κάνω παϊτόνι, α. τον μεθώ υπερβολικά με ποτό ή ναρκωτικό, τον κάνω να μην ξέρει τι του γίνεται από το μεθύσι: «παρόλο που λέει πως είναι γερό ποτήρι, κάθε φορά που καθόμαστε να πιούμε, τον κάνω παϊτόνι». Για συνών. βλ. φρ. τον κάνω φέσι, λ. φέσι. β. τον κουράζω υπερβολικά, τον εξουθενώνω: «του έχω αναθέσει τις πιο μπερδεμένες υποθέσεις μου και τον κάνω παϊτόνι κάθε μέρα, μέχρι να τις τακτοποιήσει»·
- του ’κανα τη ζωή παϊτόνι, βλ. λ. ζωή.