αξύπνητος, ο, ουσ. [αρσ. του επιθ. αξύπνητος <α- στερητ. + ξυπνώ + κατάλ. -τος], ο θάνατος, ιδίως εύχρ. στη φρ. κοιμάται τον αξύπνητο, λέγεται για άτομο που έχει πεθάνει: «κοιμήθηκε τον αξύπνητο ο άνθρωπος κι ησύχασε».