παιδάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. παιδί]. 1. το μικρό παιδί: «το πάρκο ήταν γεμάτο από παιδάκια». (Παιδικό τραγούδι: είμ’ ένα καλό παιδάκι, καθαρό σαν το παπάκι). 2. άτομο ανεξαρτήτου ηλικίας που είναι ανίκανο για οτιδήποτε, επειδή δε διαθέτει τις απαιτούμενες γνώσεις ή την απαιτούμενη πείρα: «είσαι παιδάκι για να τα βάλεις μαζί μου || είσαι παιδάκι για ν’ αναλάβεις μια τέτοια δουλειά»·
- δεν είμαι απ’ αυτά τα παιδάκια! ή δεν είμαστε απ’ αυτά τα παιδάκια! α. απειλητική έκφραση σε κάποιον που μας συμπεριφέρεται προκλητικά ή που προσπαθεί με διάφορους δυναμικούς τρόπους να μας εκφοβίσει ή να μας επιβληθεί, και έχει την έννοια πως δεν είμαστε διατεθειμένοι να υποκύψουμε: «εμένα μη μου κάνεις τον καμπόσο, γιατί δεν είμαι απ’ αυτά τα παιδάκια!». β. επιθετική έκφραση σε άτομο που φανερά ή καλυμμένα επιδιώκει να μας δωροδοκήσει: «αυτά ξέρεις πού να τα βάλεις, γιατί δεν είμαστε απ’ αυτά τα παιδιά!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του· 
- δεν έχεις να κάνεις με κανένα παιδάκι! απειλητική ή συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να μας αντιμετωπίσει με σοβαρότητα και υπευθυνότητα, να μας πάρει στα σοβαρά, γιατί έχουμε τα ανάλογα προσόντα: «θέλω να είσαι πιο ευγενικός μαζί μου, γιατί δεν έχεις να κάνεις με κανένα παιδάκι»·
- μα κι εσύ, ρε παιδάκι μου! έκφραση αγανάκτησης ή διαμαρτυρίας σε κάποιο άτομο που κατά κάποιο τρόπο άθελά του μας έβλαψε: «εντάξει, δε λέω πως πάρκαρα τ’ αυτοκίνητό μου στην καλύτερη θέση, αλλά κι εσύ, ρε παιδάκι μου, δεν πρόσεχες λιγάκι και πήγες κι έπεσες απάνω του!»·
- μα ρε παιδάκι μου! ήπια έκφραση διαμαρτυρίας σε κάποιο άτομο που έχει αντίθετη άποψη από τη δική μας: «μα ρε παιδάκι μου, πόσες φορές θέλεις να στο πω πως δεν είναι τα πράγματα έτσι όπως μας τα λες!»·
- παιδάκι μου! α. θαυμαστικό επιφώνημα σε όμορφη γυναίκα που περνάει από μπροστά μας: «αμάν, παιδάκι μου, τι είσαι εσύ!». β. επιφώνημα αγανάκτησης ή δυσαρέσκειας: «αμάν, ρε παιδάκι μου, σταμάτα επιτέλους αυτή την γκρίνια!»·
- παιδάκι πράμα! έκφραση που δείχνει συμπάθεια σε μικρό παιδί που υποφέρει: «μα είναι σωστό παιδάκι πράμα να δουλεύει στις γαλαρίες!». (Λαϊκό τραγούδι: κι εγώ, που λες, παιδάκι πράμα,πότε ταμπής, πότε γκαρσόνι, χρόνια να καρτερώ το θάμα που δε ζυγώνει)· βλ. και φρ. παιδί πράμα! λ. παιδί·
- ρε παιδάκι μου, έκφραση που επαναλαμβάνεται συχνά πυκνά σε μια διήγηση, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, αλλά μόνο και μόνο από συνήθεια: «ήταν, ρε παιδάκι μου, αυτός με την παρέα του κι όπως περνούσαν, ρε παιδάκι μου, απ’ το μπαράκι μας μπήκαν μέσα και, ρε παιδάκι μου, έγινε χαμός μόλις με είδαν»·
- τον (την) ξέρω από τόσο δα παιδάκι, τον (την) ξέρω από πολύ μικρή ηλικία: «το γιο του τάδε τον ξέρω από τόσο δα παιδάκι». Λέγεται με παράλληλη χειρονομία με την παλάμη να έρχεται οριζόντια προς το έδαφος σε ένα ύψος που υποτίθεται πως ήταν το ύψος του παιδιού στη μικρή του ηλικία.