πάθος, το, ουσ. [<αρχ. πάθος], το πάθος. 1. παράφορη αγάπη, ακατανίκητη ερωτική επιθυμία: «αυτή η γυναίκα είναι το πάθος του». (Λαϊκό τραγούδι: σου ’δειξα πως είσαι εσύ το πάθος μου κι αυτό είναι λάθος μου). 2. ζωηρή κλίση, έντονη επιθυμία για κάτι: «έχει πάθος με τη μουσική || έχει πάθος με τη ζωγραφική». 3. έντονο συναίσθημα εχθρότητας, μίσους: «απ’ τη μέρα που μ’ ερωτεύτηκε η αδερφή του, έχει πάθος μαζί μου». 4. τάση ή επιθυμία που δεν ελέγχεται από την κρίση μας: «είναι κυριευμένος απ’ το πάθος των ναρκωτικών || έχει το πάθος της χαρτοπαιξίας». (Λαϊκό τραγούδι: με κυριέψανε τα πάθη της ζωής, όσο κι αν θέλεις να με σώσεις δεν μπορείς).5. στον πλ. τα πάθη κ. τα πάθια,  οι συμφορές, οι στενοχώρια, οι ταλαιπωρίες, τα βάσανα, τα παθήματα: να ’χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου (Αλέξ. Παπαδιαμάντης). (Λαϊκό τραγούδι: την περιπλέον μου ζωή την πέρασα με πάθη,γιατί μικρός δεν άκουγα, και έπεφτα σε λάθη
- εβδομάδα των παθών, βλ. λ. βδομάδα·
- είναι σκλάβος των παθών του, βλ. λ. σκλάβος·
- η Βδομάδα των Παθών, βλ. λ. βδομάδα·
- περνώ του λιμανιού τα πάθη ή τραβώ του λιμανιού τα πάθη, βλ. λ. λιμάνι·
- περνώ του λιναριού τα πάθη ή τραβώ του λιναριού τα πάθη, βλ. λ. λινάρι·
- περνώ του Χριστού τα πάθη ή τραβώ του Χριστού τα πάθη, βλ. λ. Χριστός·
- περνώ των παθών μου τον τάραχο ή τραβώ των παθών μου τον τάραχο, υποφέρω πάρα πολύ, τραβώ τα πάνδεινα: «πέρασα των παθών μου τον τάραχο, μέχρι να σπουδάσω τα παιδιά μου»·
- τα Άγια Πάθη, τα μαρτύρια του Χριστού που διαδραματίστηκαν τη βδομάδα πριν από το Πάσχα: «τα Άγια Πάθη συγκινούν βαθιά όλους τους χριστιανούς»·
- χωρίς φόβο και πάθος, βλ. λ. φόβος.