παθητικό, το, ουσ. [ουδ. του επιθ. παθητικός], 1. το χρέος, το χρηματικό ποσό, το χρηματικό έλλειμμα που υπερβαίνει το σύνολο των κερδών: «απορώ πώς κρατιέται ακόμα αυτή η επιχείρηση με τόσο παθητικό! || μην ξεκινάς αυτή τη δουλειά, γιατί θα σε βγάλει σε παθητικό». Αντίθ. ενεργητικό. 2. οι ενέργειες που αποτελούν αρνητικά στοιχεία στην ηθική αποτίμηση μιας περιόδου ή γενικά της ζωής ενός ατόμου: «μην τον εμπιστεύεσαι εύκολα, γιατί μέχρι τώρα έχει πολλά στο παθητικό του. Για αργότερα, αν αλλάξει τακτική δεν ξέρουμε»·
- γράφω στο παθητικό (κάποιου), καταλογίζω κάτι αρνητικό σε κάποιον: «αφού με κατηγόρησε χωρίς λόγο, το γράφω στο παθητικό του»·
- έχω παθητικό, τα έξοδά μου υπερβαίνουν τα κέρδη μου, έχω ζημία: «τον προηγούμενο μήνα είχα παθητικό».