πάγος, ο, ουσ. [<αρχ. πάγος], ο πάγος. 1. οτιδήποτε είναι πάρα πολύ ψυχρό ή βρίσκεται σε συνθήκες ψύχους: «έπαιζε δυο ώρες μέσα στα χιόνια και τα χέρια του έγιναν πάγος». 2. άνθρωπος ψυχρός, ανέκφραστος: «όση ώρα του μιλούσε ο άλλος, αυτός ήταν σκέτος πάγος». 3. (και για τα δυο φύλα) που είναι πολύ ψυχρός στον έρωτα: «πάνω στο μήνα τον χώρισε, γιατί ήταν πάγος στο κρεβάτι». (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- βάζω στον πάγο, α. διακόπτω κάθε δραστηριότητα, σχετικά με κάποια υπόθεση: «μέχρι την ψήφιση του νέου νομοσχεδίου του υπουργείου Πολιτισμού, ο εισαγγελέας έβαλε στον πάγο όλες τις υποθέσεις που ήταν σχετικές με τα διατηρητέα κτίσματα». β. στερώ τη δυνατότητα από κάποιον να δραστηριοποιηθεί, ιδίως σε πολιτικό ή κοινωνικό χώρο: «οι στρατοκράτες έβαλαν στον πάγο όλους τους αντιφρονούντες»· 
- βάλ’ το στον πάγο! ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου τι να κάνει κάποιο πράγμα που του δώσαμε, από τη στιγμή που του είναι άχρηστο, ή από τη στιγμή που του το δώσαμε σε χρόνο που πια δεν το χρειάζεται. Από την εικόνα του ατόμου που βάζει κάτι στον πάγο, ιδίως τροφές, για συντήρηση. Συνών. βάλ’ το εκεί που ξέρεις! / βάλ’ το κλύσμα! / βάλ’ το στη σαλαμούρα / βάλ’ το στον κώλο σου! / κάν’ το κλύσμα(!)·
- βάλε πάγο! ειρωνική έκφραση ή έκφραση αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω ή τώρα τι να κάνω. Από το ότι, η τοποθέτηση πάγου σε χτυπημένο σημείο του σώματος ανακουφίζει από τον πόνο. Συνών. βάλε κλύσμα! ή κάνε κλύσμα! (α)·
- έλιωσε ο πάγος, βλ. φρ. έσπασε ο πάγος·
- ένα στον πάγο, ειρωνική έκφραση σε αντίπαλο που δεν παραδέχεται την ήττα του σε κάποιο γύρο παιχνιδιού (τάβλι, χαρτιά, γκολ (για ποδόσφαιρο), πράγμα που σημαίνει πως, δεχόμαστε χατιρικά αυτή τη θέση του, μόνο και μόνο για να συνεχιστεί το παιχνίδι. Στην περίπτωση που ο αντίπαλος δεν παραδέχεται για δεύτερη φορά την ήττα του, τότε ακούγεται το δυο στον πάγο ή τρία στον πάγο κ.λπ·
- έσπασε ο πάγος, λέγεται στην περίπτωση που την αρχική τυπικότητα, ψυχρότητα ή αμηχανία σε μια ομάδα ανθρώπων διαδέχεται ένα κλίμα οικειότητας και ευφορίας: «μετά τις πρώτες συστάσεις δεν ξέραμε τι να πούμε και τι να κάνουμε, αλλ’ ευτυχώς που άρχισε ο τάδε να λέει κάτι ανέκδοτα κι έσπασε ο πάγος»· βλ. και φρ. σπάω τον πάγο·
- κολόνα πάγου, βλ. λ. κολόνα·
- λιώνω τον πάγο, βλ. φρ. σπάω τον πάγο·
- πιάνει πάγο (κάπου, ιδίως σε δρόμο ή σε μέρος που δεν το βλέπει ο ήλιος), δημιουργείται πάγος: «να προσέχεις πολύ τις στροφές της Κατάρας, γιατί, όπου δεν τις βλέπει ο ήλιος, πιάνει πάγο»·
- πουλάει πάγο στους Εσκιμώους, πρόκειται για πανέξυπνο, για πολύ καπάτσο άτομο: «αυτόν θα ξεγελάσεις! Αυτός πουλάει πάγο στους Εσκιμώους, αγόρι μου!»·
- σπάω τον πάγο, διαλύω την ψυχρότητα που είχε δημιουργηθεί σε μια φιλία ή σε μια άλλη στενή σχέση εξαιτίας κάποιας παρεξήγησης και επιφέρω τη συμφιλίωση: «δε μου πήγαινε να μη μιλάω με τον αδερφό μου, γι’ αυτό βρήκα τον τρόπο να σπάσω τον πάγο κι όλα έγιναν πάλι μέλι γάλα»· βλ. και φρ. έσπασε ο πάγος·
- του βάζω πάγο, τον επιπλήττω πολύ αυστηρά: «τον κάλεσε ο προϊστάμενος στο γραφείο του και του ’βαλε πάγο, επειδή άργησε το πρωί στη δουλειά». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό να τοποθετούν επάνω στο κορμί κάποιου πάγο, πράγμα που υπήρξε κάποτε σωματικό μαρτύριο για την απόσπαση μυστικού ή ομολογίας.