παγίδα, η, ουσ.
[<αρχ. παγίς <πήγνυμι], η παγίδα. 1. κάθε τέχνασμα με το οποίο
επιδιώκει κανείς να εξαπατήσει κάποιον ή κάποιους και να τους παρασύρει, ώστε
να τους κάνει να ενεργήσουν σε βάρος τους, η απάτη: «να προσέχεις πολύ στη ζωή
σου, γιατί είναι γεμάτη παγίδες». 2. οτιδήποτε μπορεί να παραπλανήσει
κάποιον και να τον παρασύρει, ώστε να τον κάνει να ενεργήσει σε βάρος του: «δεν
αντιλήφθηκε πως ήταν συμφωνητικό παγίδα κι όταν το κατάλαβε, ήταν αργά, γιατί
το είχε υπογράψει»·
-
η ίδια αλεπού δεν πέφτει δυο φορές στην παγίδα, βλ. λ. αλεπού·
-
πέφτω σε παγίδα ή πέφτω στην παγίδα, α. παγιδεύομαι: «τ’
αγριογούρουνο έπεσε στην παγίδα των κυνηγών». β. δεν αντιλαμβάνομαι το
τέχνασμα κάποιου και παρασυρόμενος ενεργώ σε βάρος μου: «έπεσε στην παγίδα ενός
απατεώνα κι έχασε τα λεφτά του». (Λαϊκό τραγούδι: όσο κι αν είσαι δυνατή,
στον έρωτα ατσίδα, θα υποκύψεις κάποτε, θα πέσεις στην παγίδα)·
- πιάνομαι στην παγίδα, βλ. φρ. πέφτω σε παγίδα·
- στήνω παγίδα, εφαρμόζω κάποιο τέχνασμα για να αποκλείσω κάποιο ζώο
ή άτομο σε κλειστό ή ανοιχτό χώρο, στερώντας του κάθε δυνατότητα διαφυγής: «οι
κυνηγοί έστησαν παγίδα στ’ αγριογούρουνο σ’ ένα στενό πέρασμα || η αστυνομία
έστησε παγίδα στους ληστές σε κάποια κλειστή στροφή του δρόμου και τους
συνέλαβε».