οχιά, η, ουσ. [<αρχ. ἔχις, με επίδρ. του ὄφις], η οχιά. 1. γυναίκα μοχθηρή, επικίνδυνη. (Λαϊκό τραγούδι: μαύρη οχιά φαρμακερή αν δεις μες στ’ όνειρό σου, είναι μανούλα μου αυτή που λάβωσε το γιο σου). 2. άνθρωπος δόλιος, ύπουλος, επικίνδυνος: «πρόσεχε μ’ αυτή την οχιά που κάνεις παρέα, γιατί δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο». 3. ως επιφών. οχιά! ειρωνική ή επιτιμητική απάντηση σε κάποιον που μας αρνείται λέγοντάς μας όχι·
- είναι σαν να τον έφτυσε οχιά, είναι πάρα πολύ άσχημος: «αν τύχει και τον δεις ξαφνικά, θα σου κοπεί η χολή, γιατί είναι σαν να τον έφτυσε οχιά»·
- κι αν κελαηδάει η οχιά, δε γίνεται γαρδέλι, όσο γλυκομίλητος και να είναι ο μοχθηρός άνθρωπος, δεν παύει να είναι μοχθηρός: «μην ξεγελιέσαι με τις τρυφεράδες της και τις μαλαγανιές της, γιατί κι αν κελαηδάει η οχιά, δε γίνεται γαρδέλι»·
- οχιά διμούτσουνη, α. άνθρωπος πολύ δόλιος, πολύ ύπουλος, πολύ επικίνδυνος: «δε σε καλοβλέπω που κάνεις παρέα μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι οχιά διμούτσουνη». β. δίνεται ειρωνικά ή επιτιμητικά ως απάντηση σε κάποιον που μας αρνείται λέγοντάς μας όχι.