ούτε, σύνδ. [<αρχ. οὔτε], ούτε. 1. συνδέει αρνητικές προτάσεις, συνήθως σε επανάληψη: «ούτε τον είδα ούτε τον ξέρω». 2. ως μόριο αρνητικό, επιτακτικό: «ούτε που το συζήτησα». (Ακολουθούν 192 φρ.)·
- από δουλειά ούτε λόγος, βλ. λ. δουλειά·
- από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται, βλ. λ. δουλειά·
- από υγεία ούτε λόγος, βλ. λ. υγεία·
- αυτά δε γίνονται ούτε στα έργα! βλ. λ. έργο·
- αυτά δε γίνονται ούτε στις ταινίες! βλ. λ. ταινία·
- αυτά δε γίνονται ούτε στο σινεμά! βλ. λ. σινεμά·
- αυτά δε γίνονται ούτε στον κινηματογράφο! βλ. λ. κινηματογράφος·
- αυτό δεν το παίζουν ούτε οι πυροσβέστες, βλ. λ. πυροσβέστης·
- αυτό δεν το παίζουν ούτε οι φυλακισμένοι, βλ. λ. φυλακισμένος·
- δε βλέπω ούτε τη μύτη μου, βλ. λ. μύτη·
- δε βρίσκω ούτ’ αρχή ούτε τέλος, βλ. λ. αρχή·
- δε δίνει ούτε στον άγγελό του νερό, βλ. λ. άγγελος·
- δε δίνει ούτε στον άγιό του θυμίαμα, βλ. λ. άγιος·
- δε δίνει ούτε στον άγιό του νερό, βλ. λ. άγιος·
- δε δίνει ούτε την αμαρτία του, βλ. λ. αμαρτία·
- δε θέλω να τον δω ούτε ζωγραφιστό, βλ. λ. ζωγραφιστός·
- δε θέλω ούτε ν’ ακούσω (για κάποιον ή για κάτι), βλ. λ. ακούω·
- δε θέλω ούτε την καλημέρα του, βλ. λ. καλημέρα·
- δε λείπει ούτε τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
- δε λέμε ούτε καλημέρα, βλ. λ. καλημέρα·
- δε με σώνει ούτε (ο) Θεός, βλ. λ. Θεός·
- δε μου κάνει ούτε κρύο ούτε ζέστα, βλ. λ. κρύο·
- δε μου σηκώνεται ούτε με βίντσι (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. βίντσι·
- δε μου σηκώνεται ούτε με γερανό (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. γερανός·
- δε σε ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας, βλ. λ. Νιαγάρας·
- δε σε ξεπλένει ούτε ο ποταμός, βλ. λ. ποταμός·
- δε σε ξεπλένει ούτε ο ωκεανός, βλ. λ. ωκεανός·
- δε σηκώνεται ούτε με βίντσι, βλ. λ. βίντσι·
- δε σηκώνεται ούτε με γερανό, βλ. λ. γερανός·
- δε φοβάται ούτε Θεό, βλ. λ. Θεός·
- δε φτάνει ούτε για ζήτω, βλ. λ. ζήτω·
- δε φτάνει ούτε για χαρτζιλίκι, βλ. λ. χαρτζιλίκι·
- δεν αγαπάει ούτε τ’ άντερά του, βλ. λ. άντερο·
- δεν άγγιξα ούτε τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
- δεν αφήνει ούτε θηλυκιά γάτα, βλ. λ. γάτα·
- δεν αφήνει ούτε ψύλλο ακαλίγωτο, βλ. λ. ψύλλος·
- δεν είδα απ’ το χέρι του ούτ’ ένα ποτήρι νερό, βλ. λ. χέρι·
- δεν είναι ούτε για ζήτω, βλ. λ. ζήτω·
- δεν είναι ούτε για να τον φτύνεις, βλ. λ. φτύνω·
- δεν είναι ούτε για τα μπάζα, βλ. λ. μπάζα2·
- δεν είναι ούτε για τα σκυλιά, βλ. λ. σκυλί·
- δεν είναι ούτε για τα φίδια, βλ. λ. φίδι·
- δεν είναι ούτε για χαρτζιλίκι, βλ. λ. χαρτζιλίκι·
- δεν είναι ούτε μια ούτε δυο, βλ. λ. δυο·
- δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος, βλ. λ. πρώτος·
- δεν είσαι ούτε κολόνια για τ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- δεν είσαι ούτε μια μου ψωλότριχα, βλ. λ. ψωλότριχα·
- δεν είσαι ούτε μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- δεν έρχεται ούτε με βίντσι, βλ. λ. βίντσι·
- δεν έρχεται ούτε με γερανό, βλ. λ. γερανός·
- δεν έχει εμπιστοσύνη ούτε στον κώλο του, βλ. λ. εμπιστοσύνη·
- δεν έχει ούτ’ αρχή ούτε τέλος, βλ. λ. αρχή·
- δεν έχει ούτε γατιά ούτε σκυλιά, βλ. λ. γατί·
- δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο, βλ. λ. ιερός·
- δεν έχουμε ούτε καλημέρα, βλ. λ. καλημέρα·
- δεν ήταν ούτε κολόνια απ’ τ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- δεν ήταν ούτε μια μου ψωλότριχα, βλ. λ. ψωλότριχα·
- δεν ήταν ούτε μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- δεν κάνει ούτε για ζήτω, βλ. λ. ζήτω·
- δεν καταλαβαίνει ούτε τη μάνα του, βλ. λ. μάνα·
- δεν κουνάω ούτε το δαχτυλάκι μου, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- δεν κρατιέται ούτε μ’ αλυσίδες, βλ. λ. αλυσίδα·
- δεν μπορεί να βλάψει ούτε μυρμήγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- δεν μπορεί ούτε να βήξει, βλ. λ.. βήχω·
- δεν ξέρει ούτε την αλφαβήτα, βλ. λ. αλφαβήτα·
- δεν ξέρει ούτε το άλφα, βλ. λ. άλφα·
- δεν παρέλειψε ούτ’ ένα και, βλ. λ. και·
- δεν πατάει ούτε μυρμήγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- δεν πάω ούτε για κατούρημα, βλ. λ. κατούρημα·
- δεν πάω ούτε με ενέσεις, βλ. λ. ένεση·
- δεν πάω ούτε με σφαίρες, βλ. λ. σφαίρα·
- δεν πειράζει ούτε μυρμήγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- δεν πείραξα ούτε τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
- δεν προλαβαίνω να πάω ούτε για κατούρημα, βλ. λ. κατούρημα·
- δεν πρόσθεσε ούτ’ ένα και, βλ. λ. και·
- δεν το ’χω δει ούτε ζωγραφιστό, βλ. λ. ζωγραφιστός·
- δεν τον βρίσκει ούτε ο χάρος, βλ. λ. χάρος·
- δεν τον ξέρει ούτε (κι) η μάνα του, βλ. λ. μάνα·
- δεν τον ξέρει ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας του, βλ. λ. θυρωρός·
- δεν τον πάω ούτε με ενέσεις, βλ. λ. ένεση·
- δεν τον πάω ούτε με σφαίρες, βλ. λ. σφαίρα·
- δεν τον φτάνεις ούτε στο δαχτυλάκι του ή δεν τον φτάνεις ούτε στο μικρό του το δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- δεν τον φτάνεις ούτε στο μικρό του το νύχι, βλ. λ. νύχι·
- δεν τον φτάνεις ούτε στο νυχάκι του ή δεν τον φτάνεις ούτε στο μικρό του το νυχάκι, βλ. λ. νυχάκι·
- δεν του άγγιξα ούτε τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
- δεν του άφησε ούτε τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
- δεν του ξεφεύγει ούτε θηλυκιά γάτα, βλ. λ. γάτα·
- δεν του πείραξα ούτε τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
- δεν τρώγεται ούτε ωμός ούτε ψημένος, βλ. λ. ωμός·
- δεν χάνω ούτε κόμμα, βλ. λ. κόμμα·
- η φαφούτα τρώει φρούτα και για μας ούτε γιαρμάς, βλ. λ. φαφούτης·
- και ούτε, έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως δεν ισχύει αυτό που μόλις προηγουμένως είπαμε: «στην εκδήλωση ήταν εκατό άτομα και ούτε», δηλ. ήταν λιγότερα από εκατό άτομα·
- μαζί του ούτε και στον Παράδεισο, βλ. λ. παράδεισος·
- μην το πεις ούτε γι’ αστείο, βλ. λ. αστείος·
- μην το πεις ούτε στο δεσπότη ή μην το πεις ούτε του δεσπότη, βλ. λ. δεσπότης·
- μην το πεις ούτε στον γκραν πάπα ή μην το πεις ούτε στου γκραν πάπα ή μην του πεις ούτε του γκραν πάπα, βλ. λ. πάπας·
- μην το πεις ούτε στον παπά ή μην το πεις ούτε στου παπά ή μην του πεις ούτε του παπά, βλ. λ. παπάς·
- μοναχός ούτε (και) στον Παράδεισο, βλ. λ. παράδεισος·
- ούτ’ ένα πράσινο φύλο, βλ. λ. πράσινος·
- ούτε αύριο, βλ. λ. αύριο·
- ούτε αχ δε θα πω, θα το υπομένω αγόγγυστα, δε θα παραπονεθώ καθόλου. (Λαϊκό τραγούδι: ούτε αχ δε θα πω, αφού έδωσα μπέσα σε μια σκάρτη καρδιά που δε μ’ έβαλε μέσα
- ούτε γαμπρός να ντυνόσουν! ή ούτε γαμπρός να στολιζόσουν! βλ. λ.γαμπρός·
- ούτε γάτα ούτε ζημιά, βλ. λ. γάτα·
- ούτε γελάει ούτε κλαίει, α. (για πρόσωπα) δηλώνει πως η ψυχική του διάθεση είναι ουδέτερη: «δεν μπορώ να καταλάβω σε τι ψυχική κατάσταση βρίσκεται, γιατί, απ’ την ώρα που ήρθε, ούτε γελάει ούτε κλαίει». β. (για καιρό) δηλώνει πως δεν είναι πολύ καλός ούτε πολύ κακός: «απ’ το πρωί σήμερα ο καιρός ούτε γελάει ούτε κλαίει»·
- ούτε γι’ αστείο, βλ. λ. αστείος·
- ούτε για δείγμα, βλ. λ. δείγμα·
- ούτε για δοκιμή, βλ. λ. δοκιμή·
- ούτε για καλημέρα, βλ. λ. καλημέρα·
- ούτε για κατούρημα, βλ. λ. κατούρημα·
- ούτε για μυρουδιά ή ούτε μυρουδιά, βλ. λ. μυρουδιά·
- ούτε γουλιά, βλ. λ. γουλιά·
- ούτε γρόσι, βλ. λ. γρόσι·
- ούτε δεκάρα (τσακιστή), βλ. λ. δεκάρα·
- ούτε διάκο σ’ είδαμε ούτε πρωτοσύγκελλο, και δεσπότης έγινες; βλ. λ.δεσπότης·
- ούτε δράμι, βλ. λ. δράμι·
- ούτε δραχμή (τσακιστή), βλ. λ. δραχμή·
- ούτε θηλυκιά γάτα, βλ. λ. γάτα·
- ούτε (και) στον εχθρό μου ή ούτε (και) στον χειρότερο εχθρό μου, βλ. λ. εχθρός·
- ούτε (και) στον Παράδεισο με Αμερικάνο, βλ. λ. Αμερικάνος·
- ούτε καν, καθόλου δεν, εντελώς καθόλου: «ούτε καν ξέρω τι μου λες || ούτε καν μπορώ να καταλάβω τι εννοείς»·
- ούτε κατά διάνοια, βλ. λ. διάνοια·
- ούτε κέρμα, βλ. λ. κέρμα·
- ούτε κοκαλάκι, βλ. λ. κοκαλάκι·
- ούτε κότες έχω, ούτε με την αλεπού μαλώνω, βλ. λ. αλεπού·
- ούτε κουκούτσι, βλ. λ. κουκούτσι·
- ούτε λέπι, βλ. λ. λέπι·
- ούτε λεπτό, βλ. λ. λεπτό·
- ούτε λίγο ούτε πολύ, βλ. λ. λίγος·
- ούτε λόγος! ή ούτε λόγος να γίνεται! βλ. λ. λόγος·
- ούτε με ενέσεις, βλ. λ. ένεση·
- ούτε με κιάλια, βλ. λ. κιάλι·
- ούτε με σφαίρες, βλ. λ. σφαίρα·
- ούτε (μια) στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- ούτε μια φορά, βλ. λ. φορά·
- ούτε μιλάει ούτε λαλάει, δε λέει απολύτως τίποτα, δε λέει κουβέντα: «κάθε φορά που θυμώνει αυτός ο άνθρωπος, ούτε μιλάει ούτε λαλάει». Τη φρ. την ακούμε συχνά και στο θέατρο σκιών·
- ούτε ν’ ακούσω! ή ούτε να τ’ ακούσω! βλ. λ. ακούω·
- ούτε να λέγεται! α. δηλώνει κατηγορηματική άρνηση ή κάτι που δεν επιδέχεται αντίρρηση: «δηλαδή, δε θα του δώσεις τα λεφτά που σου ζήτησε; -Ούτε να λέγεται!». β. δηλώνει κατηγορηματική κατάφαση, συναίνεση, αποδοχή: «πιστεύεις κι εσύ πως αυτός είναι ο κλέφτης; -Ούτε να λέγεται!»· βλ. και λ. λέγομαι·
- ούτε να το ξανακούσω, δηλώνει κατηγορηματική άρνηση ή κάτι που δεν επιδέχεται αντίρρηση: «δηλαδή, δε θα τον βοηθήσεις; -Ούτε να το ξανακούσω»·
- ούτε να το σκέφτεσαι ή ούτε που να το σκέφτεσαι, κατηγορηματική έκφραση άρνησης: «θα με βοηθήσεις, αν χρειαστώ τη βοήθειά σου; -Ούτε να το σκέφτεσαι»·
- ούτε να το συζητάς ή ούτε που να το συζητάς, βλ. φρ. ούτε να το σκέφτεσαι·
- ούτε να φτύσεις απάνω του, βλ. λ. απάνω·
- ούτε ναι ούτε όχι, λέγεται στην περίπτωση που δεν είμαστε σίγουροι για μια θετική ή αρνητική απάντηση: «είναι καλός άνθρωπος ο τάδε; -Τι να σου πω, ούτε ναι ούτε όχι»·
- ούτε νύφη να ντυνόσουν! ή ούτε νύφη να στολιζόσουν! βλ. λ. νύφη·
- ούτε νυχιά, βλ. λ. νυχιά·
- ούτε ο γκραν πάπας να το πει, βλ. λ. πάπας·
- ούτε παραγγελία να το ’χαμε! βλ. λ. παραγγελία·
- ούτε πέρσι δεν… βλ. λ. πέρσι·
- ούτε πιθαμή, βλ. λ. πιθαμή·
- ούτε πιρουνιά, βλ. λ. πιρουνιά·
- ούτε πόρτα χωρίς καρφί, ούτε σπίτι χωρίς πομπή, βλ. λ. σπίτι·
- ούτε που, καθόλου δεν: «ούτε που ξέρω πού μπορεί να βρίσκεται || ούτε που μπορώ να καταλάβω τι μου λες»·
- ούτε που τ’ ακούμπησα, βλ. λ.. ακουμπώ·
- ούτε που τον ακούμπησα, βλ. λ. ακουμπώ·
- ούτε ρουφηξιά, βλ. λ. ρουφηξιά·
- ούτε ρώγα, βλ. λ. ρώγα·
- ούτε σκέψη! βλ. λ. σκέψη·
- ούτε σπίτι χωρίς άντρα, ούτε ο άντρας στο σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- ούτε σπυρί, βλ. λ. σπυρί·
- ούτε σταγόνα, βλ. λ. σταγόνα·   
- ούτε στάλα, βλ. λ. στάλα·
- ούτε σταλιά, βλ. λ. σταλιά·
- ούτε στον αιώνα τον άπαντα, βλ. λ. αιώνας·
- ούτε στον παπά να μην το πεις ή ούτε στου παπά να μην το πεις ή ούτε του παπά να μην το πεις, βλ. λ. παπάς·
- ούτε στον ύπνο σου, βλ. λ. ύπνος·
- ούτε στον ύπνο του…, βλ. λ. ύπνος·
- ούτε στον ύπνο του δεν το είδε ή ούτε στον ύπνο του δεν το περίμενε, βλ. λ. ύπνος·
- ούτε στους αιώνες των αιώνων, βλ. λ. αιώνας·
- ούτε συζήτηση! βλ. λ. συζήτηση·
- ούτε συνεννοημένοι να ’μασταν βλ. λ. συνεννοούμαι·
- ούτε τζούρα, βλ. λ. τζούρα·
- ούτε την κόρη του δίνει ούτε το συμπέθερο κακοκαρδίζει, βλ. λ. κόρη·
- ούτε το διάβολο να δεις ούτε το σταυρό σου να κάνεις, βλ. λ. διάβολος·
- ούτε το Θεό μπάρμπα να ’χει, βλ. λ. Θεός·
- ούτε τον γκραν πάπα να ’χει θείο, βλ. λ. πάπας·
- ούτε του αγίου Βασιλείου δεν ήταν έτσι, βλ. λ. άγιος·
- ούτε φράγκο (τσακιστό), βλ. λ. φράγκο·
- ούτε φτερούγα, βλ. λ. φτερούγα·
- ούτε φωνή ούτε ακρόαση, βλ. λ. φωνή·
- ούτε χιλιοστό, βλ. λ. χιλιοστό·
- ούτε ψίχα, βλ. λ. ψίχα·
- ούτε ψίχουλο, βλ. λ. ψίχουλο·
- ούτε ψύλλος στον κόρφο του, βλ. λ. ψύλλος·
- ούτε ώρα, βλ. λ. ώρα·
- τα πράγματα δεν είναι ούτε μαύρα ούτε άσπρα, βλ. λ. πρά(γ)μα.