ό,τι, αναφορ. αντων. [<αρχ. ὅτι], ό,τι. (Ακολουθούν 88 φρ.)·
- απ’ ό,τι φαίνεται, βλ. λ. φαίνομαι·
- ας γίνει ό,τι γίνει, βλ. φρ. ό,τι γίνει ας γίνει·
- ας γίνει ό,τι θέλει ή ας γίνει ό,τι θέλει να γίνει, βλ. φρ. ό,τι θέλει ας γίνει ή ό,τι θέλει να γίνει, ας γίνει·
- ας κάνει ό,τι θέλει ή ας κάνει ό,τι θέλει να κάνει, βλ. φρ. ό,τι θέλει ας κάνει ή ό,τι θέλει να κάνει, ας κάνει·
- ας λέει ό,τι θέλει ή ας λέει ό,τι θέλει να λέει, βλ. φρ. ό,τι θέλει ας λέει·
- ας λέει ό,τι λέει ή ας λέει ό,τι θέλει να λέει, βλ. φρ. ό,τι λέει ας λέει. (Λαϊκό τραγούδι: αφού μ’ αρέσει να γυρνώ τον κόσμο τι τον μέλει; Τα λόγια του τα αψηφώ κι ας λέει ό,τι θέλει)·
- ας πει ό,τι πει ή ας πει ό,τι θέλει να πει, βλ. φρ. ό,τι θέλει ας πει·
- βγάζω με το μυαλό μου ό,τι λάχει, βλ. λ. μυαλό·
- βγάζω με το νου μου ό,τι λάχει, βλ. λ. νους·
- δεν είμαι ό,τι κι ό,τι! ή δεν είμαστε ό,τι κι ό,τι! μη νομίζεις πως δεν έχω αξία, πως είμαι κάποιος τυχαίος: «εμένα θέλω να με σέβεσαι, γιατί δεν είμαι ό,τι κι ό,τι:». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. δεν είμαι άιντε κι άιντε! ή δεν είμαστε άιντε κι άιντε! / δεν είμαι όποιος κι όποιος! ή δεν είμαστε όποιοι κι όποιοι(!)·   
- δεν είναι ό,τι κι ό,τι, (για πρόσωπα ή πράγματα) έκφραση για να δηλωθεί πως το άτομο ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, είναι σημαντικό, έχει ποιότητα, αξία: «αυτός δεν είναι ό,τι κι ό,τι γιατρός, είναι μεγάλος επιστήμονας || αυτός ο πίνακας δεν είναι ό,τι κι ό,τι, γιατί είναι ενός πολύ μεγάλου ζωγράφου»·
- δώσε ό,τι καταλαβαίνεις, βλ. λ. καταλαβαίνω·
- έκανα ό,τι το καλύτερο, βλ. λ. καλύτερος·
- η νύφη ό,τι πάρει στην καβάλα, βλ. λ. νύφη·
- και ό,τι βρέξει ας κατεβάσει, αδιαφορώ τελείως για το αποτέλεσμα. (Λαϊκό τραγούδι: μα εγώ σε σένα έδωσα βάση και ό,τι βρέξει ας κατεβάσει
- κάνε ό,τι καταλαβαίνεις, βλ. λ. καταλαβαίνω·
- κάνε ό,τι νομίζεις, βλ. λ. νομίζω·
- κάνει ό,τι κατεβάσει η γκλάβα του, βλ. λ. γκλάβα·
- κάνει ό,τι κατεβάσει η κεφάλα του, βλ. λ. κεφάλα·
- κάνει ό,τι κατεβάσει η κούτρα του, βλ. λ. κούτρα·
- κάνει ό,τι κατεβάσει το κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- κάνει ό,τι κατεβάσει το ξερό του, βλ. λ. ξερό·
- κάνω ό,τι λάχει ή κάνω ό,τι μου καπνίσει ή κάνω ό,τι μου κατέβει ή κάνω ό,τι μου κατεβαίνει ή κάνω ό,τι μου ’ρθει ή κάνω ό,τι μπορώ ή κάνω ό,τι φτάσει, βλ. λ. κάνω·
- κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου, βλ. λ. χέρι·
- λέω ό,τι λάχει ή λέω ό,τι μου καπνίσει ή λέω ό,τι μου κατέβει ή λέω ό,τι μου ’ρθει ή λέω ό,τι να ’ναι ή λέω ό,τι φτάσει, βλ. λ. λέω·
- ο γιατρός είπε, σ’ ό,τι λέει, να λέμε ναι, βλ. λ. γιατρός·
- ό,τι αγαπάς ή ό,τι αγαπάτε, έκφραση με την οποία προτρέπουμε στο συνομιλητή μας να μας ζητήσει οτιδήποτε, γιατί είμαστε πρόθυμοι να το πραγματοποιήσουμε· 
- ό,τι ανεβαίνει δεν κατεβαίνει, βλ. λ. κατεβαίνω·
- ό,τι ανεβαίνει, κατεβαίνει, βλ. λ. κατεβαίνω·
- ό,τι βάλει ο νους σου, βλ. λ. νους·
- ό,τι βάλει ο νους του ανθρώπου, βλ. λ. νους·
- ό,τι βάλει το μυαλό σου, βλ. λ. μυαλό·
- ό,τι βάλει το μυαλό του ανθρώπου, βλ. λ. μυαλό·
- ό,τι βγει ας βγει, ας γίνει ό,τι θέλει, δε νοιάζομαι, δεν ενδιαφέρομαι για το αποτέλεσμα: «εγώ θα ενεργήσω μ’ αυτόν τον τρόπο, κι ό,τι βγει ας βγει»·
- ό,τι γίνει ας γίνει, βλ. φρ. ό,τι θέλει ας γίνει·
- ό,τι γίνεται ακούγεται, βλ. λ. ακούγομαι·
- ό,τι γίνεται, δεν ξεγίνεται, είναι τετελεσμένο: «δες απ’ την αρχή κι αποφάσισε πώς θα γίνει το πράγμα, γιατί ό,τι γίνεται, δεν ξεγίνεται»·
- ό,τι γουστάρεις κι αγαπάς (ενν. θα κάνω, θα σου δώσω, θα σου αγοράσω), οτιδήποτε σου αρέσει, οτιδήποτε επιθυμείς·
- ό,τι γράφει δεν ξεγράφει, κανείς δεν μπορεί να αποφύγει τη μοίρα του, το πεπρωμένο του, το γραφτό του: «κανείς δεν μπορεί ν’ αλλάξει τη μοίρα του, γιατί ό,τι γράφει δεν ξεγράφει»·
- ό,τι γυαλίζει, δεν είναι χρυσός, βλ. λ. χρυσός·
- ό,τι δίνεις, παίρνεις, ανάλογα με τα χρήματα που διαθέτει κανείς για να αγοράσει κάτι, θα είναι και η αξία του: «με τα λεφτά που διαθέτεις, το μόνο που μπορείς ν’ αγοράσεις, είναι αυτό το μικρό αυτοκινητάκι, γιατί ό,τι δίνεις, παίρνεις»·   
- ό,τι έγινε έγινε, α. έκφραση αποδοχής για κάτι που δεν επιδέχεται διόρθωση, που είναι τετελεσμένο: «τώρα δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, γιατί ό,τι έγινε έγινε!». β. έκφραση με την οποία παραγράφουμε το παρελθόν, ιδίως μια κακή πράξη ή μια άσχημη σχέση, έκφραση συγχώρεσης ή συμφιλίωσης: «ό,τι έγινε έγινε, δώσε μου τώρα το χέρι σου να ξαναφιλιώσουμε»·
- ό,τι έχετε ευχαρίστηση, βλ. λ. ευχαρίστηση·
- ό,τι έχω εμπρός μου, το λέγω του αντρός μου, βλ. λ. άντρας·
- ό,τι έχω και δεν έχω, όλη η περιουσία μου, τα πάντα που έχω στην κατοχή μου, στην ιδιοκτησία μου: «της πρόσφερε ό,τι είχε και δεν είχε κι αυτή στο τέλος τον άφησε για έναν άλλον». (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι είχα και δεν είχα μου τα μάσησες και μπατίρη στο φινάλε με παράτησες
- ό,τι ζητά η καρδιά σου, βλ. λ. καρδιά·
- ό,τι ζητά η ψυχή σου, βλ. λ. ψυχή·
- ό,τι θέλει ας γίνει ή ό,τι θέλει να γίνει, ας γίνει, ένδειξη τέλειας αδιαφορίας για την έκβαση κάποιας ενέργειας ή υπόθεσης: «εγώ θα κάνω τη δουλειά, κι ό,τι θέλει να γίνει, ας γίνει». (Λαϊκό τραγούδι: παραδόθηκα σε σένα, δε λογάριασα κανένα κι είπα τώρα ό,τι θέλει ας γίνει). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έλα, μωρέ·
- ό,τι θέλει ας κάνει ή ό,τι θέλει να κάνει, ας κάνει, έκφραση που δηλώνει πλήρη αδιαφορία για το πώς θα ενεργήσει κάποιος: «εγώ νίπτω τας χείρας μου κι ό,τι θέλει ας κάνει»·
- ό,τι θέλει ας λέει, έκφραση που δηλώνει πλήρη αδιαφορία για τη γνώμη κάποιου: «εγώ θα την κάνω αυτή τη δουλειά κι αυτός ό,τι θέλει ας λέει»·
- ό,τι θέλει ας πει, έκφραση που δηλώνει πλήρη αδιαφορία για τη γνώμη κάποιου: «εγώ θα κάνω αυτό που νομίζω κι αυτός ό,τι θέλει ας πει || εγώ θα την παντρευτώ κι ο κόσμος ό,τι θέλει ας πει». Πρβλ. εγώ το πίνω και το λέω, γίνομαι στουπί και δε με νοιάζει σας ορκίζομαι ο κόσμος τι θα πει (Λαϊκό τραγούδι)·
- ό,τι και να γίνει ή ό,τι κι αν γίνει, σε κάθε περίπτωση, οπωσδήποτε: «ξεκίνα εσύ τη δουλειά και μη φοβάσαι, γιατί, ό,τι και να γίνει, θα σε βοηθήσω»·
- ό,τι και να γίνει, αυτός το βιολί του, βλ. λ. βιολί·
- ό,τι και να γίνει, αυτός το χαβά του, βλ. λ. χαβάς·
- ό,τι και να κάνεις (ενν. δεν ωφελεί), έκφραση που δηλώνει απαισιοδοξία, με την έννοια ότι οποιαδήποτε ενέργεια δε θα φέρει το ποθούμενο αποτέλεσμα: «ό,τι και να κάνεις, δε θα μπορέσεις να επανορθώσεις το κακό που του προξένησες || έγινε τόσο ισχυρός, που, ό,τι και να κάνεις, δε θα μπορέσεις να τον βλάψεις». Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται της φρ. και άλλοτε ακολουθεί το τώρα·
- ό,τι και να πεις (ενν. χάνεις τα λόγια σου), έκφραση που δηλώνει απαισιοδοξία, με την έννοια ότι κάθε δικαιολογία, κάθε λόγος σου, δε θα φέρει το ποθούμενο αποτέλεσμα: «ό,τι και να πεις, δε θα σε πιστέψει κανένας || ό,τι και να πεις στη δίκη, δε θα μπορέσεις να τον σώσεις, γιατί η ενοχή του είναι ολοφάνερη». Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται της φρ. και άλλοτε ακολουθεί το τώρα·
- ό,τι και να σου είναι ψέμα ή ό,τι κα να σου πω θα είναι ψέμα, βλ. λ. ψέμα·
- ό,τι και να του κάνεις (ενν. δεν ωφελεί), έκφραση που δηλώνει απογοήτευση, με την έννοια ότι όπως και αν του συμπεριφερθείς δε θα φέρεις το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα: «ό,τι και να του κάνεις αυτού του παιδιού, δεν είναι ποτέ ευχαριστημένο»·
- ό,τι και να του πεις (ενν. χάνεις τα λόγια σου), έκφραση που δηλώνει απογοήτευση, με την έννοια ότι κάθε σου προσπάθεια, κάθε σου λόγος δε θα φέρει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα: «έμπλεξε τόσο άσχημα αυτό το παιδί, που, ό,τι και να του πεις, δεν αλλάζει μυαλά»·  
- ό,τι κάνεις μόνος σου είναι γρήγορα καμωμένο, βλ. λ. μόνος·
- ό,τι κι αν έχεις στην καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- ό,τι κι αν έχεις στο μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- ό,τι κι ό,τι, (για πρόσωπα ή πράγματα) έκφραση για να δηλωθεί πως το άτομο ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος είναι ασήμαντο, δεν έχει ποιότητα, δεν έχει αξία: «έχει βρει έναν ό,τι κι ό,τι και τον έχει βάλει νυχτοφύλακα στο εργοστάσιό του || αγόρασε κι αυτός ένα αυτοκινητάκι ό,τι κι ό,τι και καμαρώνει σαν γύφτικο σκεπάρνι»·
- ό,τι κινείται, πυροβολείται, βλ. λ. πυροβολούμαι·
- ό,τι κόβει το μαχαίρι γιατρεύεται, ό,τι κόβει η γλώσσα δε γιατρεύεται, βλ. λ. γλώσσα·
- ό,τι λάμπει, δεν είναι χρυσός, βλ. λ. χρυσός·
- ό,τι λάχει, οτιδήποτε τύχει: «όταν πεινάει πολύ τρώει ό,τι λάχει || όταν βιάζεται φοράει ό,τι λάχει»·
- ό,τι λαχταρά η καρδιά σου, βλ. λ. καρδιά·
- ό,τι λαχταρά η ψυχή σου, βλ. λ. ψυχή·
- ό,τι λέει ας λέει, βλ. φρ. ό,τι θέλει ας λέει·
- ό,τι λυγίζει δε σπάει, όποιος συμπεριφέρεται με διαλλακτικό τρόπο, αποφεύγει επώδυνες καταστάσεις, βγαίνει κερδισμένος, ωφελημένος: «ν’ αφήσεις τις κόντρες και τους εγωισμούς και να θυμάσαι πως ό,τι λυγίζει δε σπάει»· 
- ό,τι μούτρα δείχνεις στον καθρέφτη, τέτοια κι αυτός σου δείχνει, βλ. λ. μούτρο·
- ό,τι να την κάνεις τη μύγα, στα σκατά θα πάει, βλ. λ. μύγα·
- ό,τι ξέρεις, ξέρω ή ό,τι ξέρεις εσύ, ξέρω κι εγώ, δε γνωρίζω τίποτα περισσότερα από αυτά που γνωρίζεις και εσύ, και, κατ’ επέκταση, δεν ξέρω, έχω άγνοια: «τι έγινε με την υπόθεση του τάδε; -Ό,τι ξέρεις ξέρω»·
- ό,τι πάρει η νύφη από μπροστά κι η λεχώνα στο κρεβάτι, βλ. λ. παίρνω·
- ό,τι πεις εσύ αφεντικό! βλ. λ. αφεντικό·
- ό,τι ποθεί η καρδιά σου, βλ. λ. καρδιά·
- ό,τι ποθεί η ψυχή σου, βλ. λ. ψυχή·
- ό,τι ποθείτε, στην αγκαλιά σας να το βρείτε, βλ. λ. αγκαλιά·
- ό,τι πράξεις, θα εισπράξεις, βλ. λ. εισπράττω·
- ό,τι πρέπει, (για πρόσωπα ή πράγματα) που είναι εντελώς κατάλληλο(ς), αυτό(ς) ακριβώς που χρειάζεται, ιδανικό(ς): «αυτός ο άνθρωπος είναι ό,τι πρέπει γι’ αυτή τη θέση || αυτό το έπιπλο είναι ό,τι πρέπει γι’ αυτή τη γωνιά του σαλονιού»·
- ό,τι προαιρείσθε, βλ. λ. προαιρούμαι·
- ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις, ανάλογα με τις πράξεις και τους κόπους σου, θα έχεις και τις ανάλογες απολαβές: «ο νόμος της ζωής λέει, πως ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις»·
- ό,τι του φανεί του Στεφανή, φαντάζεται, υπολογίζει ότι μπορεί να κάνει πράγματα τα οποία όμως στην πραγματικότητα αδυνατεί να κάνει: «του έχει καρφωθεί στο μυαλό ότι μπορεί να στήσει επιχείρηση χωρίς να έχει ένα ευρώ. -Ό,τι του φανεί του Στεφανή || έχει την εντύπωση πως θα τον πάρουμε μαζί μας, αλλά δεν ξέρει πως μας είναι πολύ αντιπαθητικός και θα τον αφήσουμε αμανάτι. -Ό,τι του φανεί του Στεφανή»·
- ό,τι τραβά η καρδιά σου, βλ. λ. καρδιά·
- ό,τι τραβά η ψυχή σου, βλ. λ. ψυχή·
- ό,τι φάμε (κι) ό,τι πιούμε, έκφραση που δηλώνει προσήλωση στις υλικές απολαύσεις. (Λαϊκό τραγούδι: στην παλιοζωή που ζούμε να τι θα κερδίσουμε, ό,τι φάμε ό,τι πιούμε κι ό,τι θα γλεντήσουμε
- ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας, βλ. λ. κώλος·
- ό,τι φέρει η τύχη, βλ. λ. τύχη·
- ό,τι φέρνει η ώρα δεν το φέρνει ο χρόνος, βλ. λ. ώρα·
- όχι ό,τι κι ό,τι, βλ. λ. όχι·
- σ’ αυτή τη ζωή ό,τι δίνεις, παίρνεις, βλ. λ. ζωή·
- πες ό,τι καταλαβαίνεις, βλ. λ. καταλαβαίνω·
- πήρε ό,τι σηκώνει η μύγα στο φτερό της, βλ. λ. μύγα·
- της πήρε ό,τι πολυτιμότερο είχε, (για άντρες) βλ. λ. πολύτιμος·
- τρώει ό,τι του δίνουν, βλ. λ. τρώω.