όσκαρ, το, άκλ. ουσ. [<αγγλ. κύρ. όν. Oscar Pierce], το όσκαρ·
- πήρε όσκαρ βλακείας, έκανε πολύ μεγάλη βλακεία: «με τα λόγια που είπε στον τάδε, πήρε όσκαρ βλακείας ο δικός σου»·
- πήρε όσκαρ ηθοποιίας, υπήρξε πολύ μεγάλος υποκριτής: «συμπεριφέρθηκε με τόσο διπλωματικό τρόπο, που πήρε όσκαρ ηθοποιίας». Αναφορά στο βραβείο της Ακαδημίας Τέχνης και Επιστημών του Κινηματογράφου των Ε.Π.Α., το οποίο απονέμεται κάθε χρόνο στους ηθοποιούς και σε άλλους συντελεστές πολύ επιτυχημένων κινηματογραφικών παραγωγών.