ορμώ κ. ορμάω, ρ. [<αρχ. ὁρμῶ], ορμώ·
- όρμα, Τζακ! ειρωνική ή κοροϊδευτική παρότρυνση προς το υποτιθέμενο σκυλί που μας συνοδεύει α. όταν βλέπουμε να περνάει από δίπλα μας κάποια πολύ άσχημη γυναίκα ή κάποιος ομοφυλόφιλος που προβάλει την ιδιότητά του. β. όταν βλέπουμε τον αστείο της παρέας μας να διαπληκτίζεται με κάποιο άτομο. Το όνομα Τζακ παραπέμπει σε μεγάλο και άγριο σκυλί σε αντίθεση με το Αζώρ που παραπέμπει σε κυνηγετικά σκυλιά, ενώ το αστείο Μπούμπη παραπέμπει σε μικρόσωμα και ήπια σκυλιά·
- όρμησαν σαν τα καρτάλια ή όρμηξαν σαν τα καρτάλια, βλ. λ. καρτάλι·
- όρμησαν σαν τα κοράκια ή όρμηξαν σαν τα κοράκια, βλ. λ. κοράκι·
- όρμησαν σαν τα όρνια ή όρμηξαν σαν τα όρνια, βλ. λ. όρνιο·
- όρμησε να τον φάει! ή όρμηξε να τον φάει! εξοργίστηκε και του επιτέθηκε με βρισιές ή με άγρια διάθεση να τον ξυλοκοπήσει: «μόλις του είπε πως του τράκαρε τ’ αυτοκίνητο, όρμησε να τον φάει!»·
- ορμώ σαν τον άνεμο, βλ. λ. άνεμος·
- της (του) όρμησε ή της (του) όρμηξε, την (τον) πλησίασε απροκάλυπτα και με έντονο σεξουαλικό ενδιαφέρον: «ήταν γυναίκα του τύπου του και, μόλις την είδε να μπαίνει στην αίθουσα, της όρμησε αμέσως»·
- του όρμησε ή του όρμηξε, βλ. φρ. όρμησε να τον φάει!