όρκος, ο, ουσ. [<αρχ. ὅρκος], ο όρκος. (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- βάζω όρκο, βλ. φρ. παίρνω όρκο·
- βαστώ τον όρκο μου, βλ. φρ. κρατώ τον όρκο μου·
- δίνω βαρύ όρκο, βλ. φρ. παίρνω βαρύ όρκο·
- δεν παίρνω όρκο, δεν είμαι απόλυτα βέβαιος, απόλυτα σίγουρος, για κάτι: «έχω την εντύπωση πως μας κάρφωσε ο τάδε, αλλά δεν παίρνω όρκο»·
- δίνω όρκο, α. (για νεοσύλλεκτους) ορκίζομαι: «οι νεοσύλλεκτοι την ημέρα της ορκωμοσίας τους έδωσαν όρκο να φυλάττουν την πατρίδα». β. (γενικά) υπόσχομαι, ορκίζομαι να κάνω ή να μην κάνω κάτι: «έδωσα όρκο στον πατέρα μου πως τούτη τη χρονιά θα διαβάσω για να πάρω το πτυχίο μου || αυτή τη στιγμή δίνω όρκο να μην ξαναβάλω το τσιγάρο στο στόμα μου». (Λαϊκό τραγούδι: δυο χρονάκια έχω λιώσει κι όμως όρκο έχω δώσει άμα τον ξανατρακάρω τα γαλόνια να του πάρω
- κάνω όρκο, ορκίζομαι: «έκανα όρκο να τον προστατεύω πάντα». (Λαϊκό τραγούδι: όρκο κάνω πως θα σ’ αγαπώ, στο σταυρό που έχεις στο λαιμό, έλα, έλα μαυροφόρα μου, έλα έλα μες τη χώρα μου
- κρατώ τον όρκο μου, δεν τον παραβαίνω: «αφού ορκίστηκε πως θα σε βοηθήσει, να μείνεις ήσυχος, γιατί είναι άνθρωπος που κρατάει τον όρκο του». (Λαϊκό τραγούδι: σ΄ αφήνω γεια αυτή τη νύχτα πριν φύγω θα σου ορκιστώ, μ’ άλλη καμιά πως δε θα μπλέξω κι εγώ τον όρκο μου κρατώ
- μένω πιστός στον όρκο μου, δεν τον παραβαίνω: «αν ορκιστώ να κάνω σε κάποιον κάτι, ό,τι και να συμβεί, μένω πιστός στον όρκο μου». (Λαϊκό τραγούδι: μια χήρα είχε ορκιστεί στο πρώτο της στεφάνι, αλλά δεν έμεινε πιστή στον όρκο που ’χε κάνει
- παίρνω όρκο, ορκίζομαι: «πήρα όρκο πως θα κόψω το πιοτό || πήρα όρκο πως πάντοτε θα τον βοηθώ και θα τον προστατεύω». (Λαϊκό τραγούδι: όρκο παίρνω φωτιά να με κάψει και σεισμός να με βρει μες τη γη, αν εγώ σ’ αρνηθώ
- παίρνω βαρύ όρκο, ορκίζομαι σε κάτι πολύ σημαντικό πως θα τηρήσω ό,τι υποσχέθηκα: «πήρε βαρύ όρκο στον τάφο τ’ αδερφού του πως θα εκδικηθεί τον άνθρωπο που τον δολοφόνησε || παίρνω βαρύ όρκο στ’ όνομα του πατέρα μου πως όποιος σε πειράξει, θα το πληρώσει ακριβά»·
- πατώ τον όρκο μου, παραβαίνω τον όρκο μου: «όταν ορκιστεί σε κάτι, δεν πατάει ποτέ τον όρκο του». (Λαϊκό τραγούδι: και πήρα την απόφαση τον όρκο να πατήσω,τις πίκρες μου, τις πίκρες σας να ξανατραγουδήσω
- τηρώ τον όρκο μου, βλ. φρ. κρατώ τον όρκο μου.