όρθιος, -ια, -ιο, επίθ. [<αρχ. ὄρθιος], όρθιος· ως επιφών. όρθιος! λέγεται ειρωνικά σε άτομο α. που σκοντάφτει και κινδυνεύει να πέσει. β. που νυστάζει πολύ και κάθε τόσο γέρνει το κεφάλι του πάνω στο στήθος του. γ. προτρεπτικό επιφών. σε κάποιον να ετοιμαστεί για εκκίνηση, για ενέργεια ενώ πολλές φορές προτάσσεται το εμπρός. Επίρρ. όρθια. (Ακολουθούν 17 φρ.)·
- γερό να ’ναι κι ό,τι να ’ναι, αρκεί να κατουράει όρθια, βλ. λ. γερός·
- δεν άφησε τίποτα όρθιο, α. επέφερε μεγάλη καταστροφή σε ένα χώρο, προξένησε μεγάλες ζημιές: «μπήκε αγριεμένος στο μαγαζί και δεν άφησε τίποτα όρθιο». β. το ίδιο ισχύει για καιρικά ή άλλα φαινόμενα: «απ’ όπου πέρασε ο τυφώνας, δεν άφησε τίποτα όρθιο || ο σεισμός δεν άφησε τίποτα όρθιο || το φορτηγό μπήκε με φόρα στο μαγαζί και δεν άφησε τίποτα όρθιο»·
- δεν έμεινε τίποτα όρθιο, βλ. φρ. δεν άφησε τίποτα όρθιο·
- είναι σαν όρθια κηδεία, βλ. λ. κηδεία·
- κάθομαι όρθιος, στέκομαι όρθιος: «όλοι είχαν βρει μια θέση να καθίσουν και μόνο εγώ καθόμουν όρθιος»·
- κοιμάται όρθιος, είναι πολύ ηλίθιος, πολύ βλάκας, είναι πολύ αργόστροφος: «μην ξεγελαστείς και του αναθέσεις κάτι δύσκολο ή σοβαρό, γιατί κοιμάται όρθιος»·
- μένω όρθιος, αντιμετωπίζω μια δύσκολη κατάσταση με θάρρος και αντοχή στηριζόμενος στις δικές μου δυνάμεις: «παρ’ όλες τις οικονομικές δυσκολίες που πέρασε, έμεινε όρθιος και σε λίγο καιρό ορθοπόδησε πάλι»·
- μου σηκώθηκε η τρίχα όρθια ή σηκώθηκε η τρίχα μου όρθια, βλ. λ. τρίχα·
- να ’σαι πάντα όρθιος, ευχή σε κάποιον για υγεία: «να ’χεις καλές δουλειές και, το κυριότερο, να ’σαι πάντα όρθιος»·
- όρθιο φεγγάρι, δίπλα ο γεμιτζής ή όρθιο φεγγάρι, δίπλα ο καπετάνιος, βλ. λ. φεγγάρι·
- όρθιο Φολκσβάγκεν, βλ. λ. Φολκσβάγκεν·
- όρθιο χιλιόμετρο, βλ. λ. χιλιόμετρο·
- όρθιος κοιμάται, ξενοδοχείο πληρώνει, βλ. λ. ξενοδοχείο·
- πλαγιαστό φεγγάρι, όρθιος ο γεμιτζής ή πλαγιαστό φεγγάρι, όρθιος ο καπετάνιος, βλ. λ. φεγγάρι·
- στα όρθια, α. λέγεται για οποιαδήποτε πράξη γίνεται βιαστικά, πρόχειρα, χωρίς άνεση ή ιδιαίτερη περιποίηση: «τσίμπησε κάτι στα όρθια κι έφυγε να προλάβει τ’ αεροπλάνο || τα είπαν για λίγο στα όρθια, γιατί δεν είχαν χρόνο». β. (ιδίως για σεξουαλική πράξη) που γίνεται σε όρθια στάση, που γίνεται χωρίς το ζευγάρι να είναι ξαπλωμένο. Γίνεται από ανάγκη λόγω έλλειψης χρόνου ή χώρου και πολλές φορές στο ύπαιθρο (σε στενά σκοτεινά δρομάκια ή ανοιχτές πόρτες πολυκατοικιών, ακόμα και μέσα σε ασανσέρ, ενώ τις πιο πολλές φορές πρόκειται για στοματικό έρωτα): «επειδή δεν είχαμε μέρος, μπήκαμε στο άνοιγμα μιας πόρτας και της τράβηξα ένα γρήγορο στα όρθια»·
- στέκεται ακόμη όρθιος, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, εξακολουθεί να αντέχει: «μέχρι πριν από λίγο είχαμε μάθει πως πήγαινε για χρεοκοπία, αλλά στέκεται ακόμη όρθιος»·
- στέκομαι όρθιος, βλ. φρ. μένω όρθιος.