οργή, η, ουσ. [<αρχ. ὀργή], η οργή. (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- α στην οργή! ή άι στην οργή! έκφραση αγανάκτησης: «άι στην οργή πια, σταμάτα αυτή τη μουρμούρα σου!· βλ. και φρ. άι στο διάβολο! λ. διάβολος·
- άσ’ τα να πάνε στην οργή! απάντηση αποκαρδιωμένου ανθρώπου από τη ζωή του ή από την κακή πορεία των εργασιών του σε άτομο που τον ρωτάει από ενδιαφέρον πώς πας ή πώς πάει ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα πράγματα και έχει την έννοια πως τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά και ούτε υπάρχει περίπτωση να διορθωθούν. Συνών άσ’ τα να πάνε στ’ ανάθεμα! / άσ’ τα να πάνε στα κομμάτια! / άσ’ τα να πάνε στα τσακίδια! / άσ’ τα να πάνε στο δαίμονα! / άσ’ τα να πάνε στο διάβολο! / άσ’ τα να πάνε στον κόρακα(!)·      
- άσ’ το να πάει στην οργή! μην το υπολογίζεις, βγάλ’ το από το νου σου, διάγραψέ το: «μα είναι δυνατό να κρατάς στιλό που δε γράφει! Άσ’ το να πάει στην οργή!». Συνών. άσ’ το να πάει στ’ ανάθεμα! / άσ’ το να πάει στα κομμάτια! / άσ’ το να πάει στα τσακίδια! / άσ’ το να πάει στο δαίμονα! / άσ’ το να πάει στο διάβολο! / άσ’ το να πάει στον κόρακα(!)·
- άσ’ τον να πάει στην οργή! μην τον υπολογίζεις, αγνόησέ τον: «αφού βλέπεις πως είναι παλιάνθρωπος, άσ’ τον να πάει στην οργή!». Συνών. άσ’ τον να πάει στ’ ανάθεμα! / άσ’ τον να πάει στα κομμάτια! / άσ’ τον να πάει στα τσακίδια! / άσ’ τον να πάει στο δαίμονα! / άσ’ τον να πάει στο διάβολο! / άσ’ τον να πάει στον κόρακα(!)·
- δίνω τόπο στην οργή! βλ. λ. τόπος·
- να με πάρ’ η οργή! έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ατόμου που τα έχει με τον εαυτό του: «να με πάρ’ η οργή, όλο ανοησίες κάνω!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει πάλι με το να με πάρει. Συνών. να με πάρ’ η ευχή! / να με πάρ’ ο δαίμονας! / να με πάρ’ ο διάβολος! / να με πάρ’ ο κόρακας(!)·
- να πάρ’ η οργή! (γενικά) έκφραση αγανάκτησης ή δυσαρέσκειας: «να πάρ’ η οργή, τίποτα δε δουλεύει καλά σ’ αυτό το κράτος!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το φτου αι πιο σπάνια του που, ενώ είναι φορές που ακούγεται και φτου, να και κλείνει πάλι με το να πάρει. Συνών. να πάρ’ η ευχή! / να πάρ’ ο δαίμονας! / να πάρ’ ο διάβολος! / να πάρ’ ο κόρακας(!)·
- να σε πάρ’ η οργή! έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ατόμου που τα έχει με κάποιον: «να σε πάρ’ η οργή, σταμάτα να γκρινιάζεις!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει πάλι με το να σε πάρει. Συνών. να σε πάρ’ η ευχή! / να σε πάρ’ ο δαίμονας! / να σε πάρ’ ο διάβολος! / να σε πάρ’ ο κόρακας(!)·
- οργή Θεού, μεγάλη θεομηνία, μεγάλο κακό ή μεγάλες καταστροφές: «κατακαλόκαιρο ξέσπασε οργή Θεού και το χαλάζι που έπεσε κατάστρεψε όλα τ’ αμπέλια || μέσα στην οικογένεια έπεσε οργή Θεού κι άρχισαν να πεθαίνουν ο ένας μετά τον άλλον»·
- πού στην οργή είναι! λέγεται για πρόσωπο ή πράγμα που αναζητάμε, ή που περιμένουμε για αρκετό χρονικό διάστημα και για επείγουσα ανάγκη χωρίς να γνωρίζουμε πού βρίσκεται: «πού στην οργή είναι ο ηλεκτρολόγος, που κινδυνεύουμε να περάσουμε όλη τη νύχτα στο σκοτάδι! || πού στην οργή είναι ο αναπτήρας μου και δεν μπορώ ν’ ανάψω το τσιγάρο μου!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα είναι! / πού στα κομμάτια είναι! / πού στα τσακίδια είναι! / πού στην ευχή είναι! / πού στο δαίμονα είναι! / πού στο διάβολο είναι! / πού στο καλό είναι! / πού στον κόρακα είναι(!)·
- πού στην οργή ήσουν! λέγεται απειλητικά ή επιτιμητικά σε άτομο που ψάχναμε επίμονα και δεν καταφέραμε να βρούμε τη στιγμή που το χρειαζόμασταν ή που το περιμέναμε για μεγάλο χρονικό διάστημα: «πού στην οργή ήσουν κι έφαγα τον κόσμο να σε βρω!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα ήσουν! / πού στα κομμάτια ήσουν! / πού στα τσακίδια ήσουν! / πού στην ευχή ήσουν! / πού στο δαίμονα ήσουν! / πού στο διάβολο ήσουν! / πού στο καλό ήσουν! / πού στον κόρακα ήσουν(!)·
- πού στην οργή πήγε! (για πράγματα) πού εξαφανίστηκε: «πού στην οργή πήγε ο αναπτήρας μου!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα πήγε! / πού στα κομμάτια πήγε! / πού στα τσακίδια πήγε! / πού στην ευχή πήγε! / πού στο δαίμονα πήγε! / πού στο διάβολο πήγε! / πού στο καλό πήγε! / πού στον κόρακα πήγε(!)·
- πού στην οργή πήγες! πού εξαφανίστηκες: «πού στην οργή πήγες κι έψαχνα όλο το πρωί να σε βρω!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα πήγες! / πού στα κομμάτια πήγες! / πού στα τσακίδια πήγες! / πού στην ευχή πήγες! / πού στο δαίμονα πήγες! / πού στο διάβολο πήγες! / πού στο καλό πήγες! / πού στον κόρακα πήγες(!)·
- πώς στην οργή! α. έκφραση απορίας ή έκπληξης: «πώς στην οργή τα κατάφερες κι ήρθες με τέτοιον παλιόκαιρο!». β. με ποιο τρόπο: «πώς στην οργή ζούνε μέσα σε τόση φτώχεια!». Συνών. πώς στ’ ανάθεμα! / πώς στα κομμάτια! / πώς στην ευχή! / πώς στο δαίμονα! / πώς στο διάβολο! / πώς στο καλό! / πώς στον κόρακα(!)·
- τι στην οργή! έκφραση εκνευρισμού ή δυσφορίας: «τι στην οργή κάνει τόση ώρα και δεν έρχεται!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα! / τι στα κομμάτια! / τι στην ευχή! / τι στο δαίμονα! / τι στο διάβολο! / τι στο καλό! / τι στον κόρακα(!)·
- τι στην οργή έγινε! (για πράγματα) πού εξαφανίστηκε: «τι στην οργή έγινε το στιλό μου!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα έγινε! / τι στα κομμάτια έγινε! / τι στην ευχή έγινε! / τι στο δαίμονα έγινε! / τι στο διάβολο έγινε! / τι στο καλό έγινε! / τι στον κόρακα έγινε(!)·
- τι στην οργή έγινες! πού εξαφανίστηκες: «τι στην οργή έγινες όλο το πρωί και σε χρειαζόμουν!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα έγινες! / τι στα κομμάτια έγινες! / τι στην ευχή έγινες! / τι στο δαίμονα έγινες! / τι στο διάβολο έγινες! / τι στο καλό έγινες! / τι στον κόρακα έγινες(!)·
- τι στην οργή θέλει; έκφραση δυσφορίας για την επίσκεψη κάποιου ανεπιθύμητου ατόμου: «πέρασε και σας ζητούσε ο τάδε. -Τι στην οργή θέλει;». Συνών. τι στ’ ανάθεμα θέλει; / τι στα κομμάτια θέλει; / τι στην ευχή θέλει; / τι στο δαίμονα θέλει; / τι στο διάβολο θέλει; / τι στο καλό θέλει; / τι στον κόρακα θέλει(;)·
- τι στην οργή κάνεις! έκφραση απορίας για κάποιον που ασχολείται με πράγματα έξω από τις οδηγίες μας ή έξω από την ορθή διαδικασία ή εκτέλεση. Συνήθως η φρ. κλείνει με το εδώ ή με το εκεί. Συνών. τι στ’ ανάθεμα κάνεις! / τι στα κομμάτια κάνεις! / τι στην ευχή κάνεις! / τι στο δαίμονα κάνεις! / τι στο διάβολο κάνεις! / τι στο καλό κάνεις! / τι στον κόρακα κάνεις(!)·
- φωνή λαού, οργή Θεού, βλ. λ. φωνή.