όποιος, όποια, όποιο, γεν. εν. όποιου κ. οποιανού, όποιας κ. οποιανής, γεν. πλ. όποιων κ. οποιανών, αναφ. αντων. [<μσν. ὅποιος, από ένωση του άρθρου ὁ + ποῖος], όποιος· εκείνος που, ο οιοσδήποτε: «όποιος θέλει, μπορεί να περάσει, γιατί η είσοδος είναι ελεύθερη». (Ακολουθούν 106 φρ.)·
- γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος, βλ. λ. γελώ·
- δεν είμαι όποιος κι όποιος! ή δεν είμαστε όποιοι κι όποιοι! μη νομίζεις πως δεν έχω αξία, πως είμαι κάποιος τυχαίος: «σου απαγορεύω να μου φέρεσαι μ’ αυτόν τον τρόπο, γιατί δεν είμαι όποιος κι όποιος!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. δεν είμαι άιντε κι άιντε! ή δεν είμαστε άιντε κι άντε! / δεν είμαι ό,τι κι ότι! ή δεν είμαστε ό,τι κι ό,τι(!)·
- … και χαρά σ’ όποιον…, βλ. λ. χαρά·
- κι όποιον πάρει η μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- κι όποιον πάρει η μπόρα, βλ. λ. μπόρα·
- κι όποιον πάρει ο χάρος, βλ. λ. χάρος·
- κι όποιον πάρει το ποτάμι, βλ. λ. ποτάμι·
- όποια η μορφή, τέτοια κι η ψυχή, βλ. λ. μορφή·
- όποια πόρτα κι αν χτυπήσει, βλ. λ. πόρτα·
- οποιανού τ’ αρέσει, βλ. φρ. σ’ όποιον αρέσει·
- όποια πέτρα κι αν γυρίσεις, θα τον βρεις από κάτω ή όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα τον βρεις από κάτω, βλ. λ. πέτρα·
- όποιοι αγαπιόνται, συχνά απαντιόνται, βλ. λ. αγαπιέμαι·
- όποιον αγαπά ο Θεός παιδεύει, βλ. λ. Θεός·
- όποιον δεν τον αγαπούν και τα χνότα του βρομούν, βλ. λ. χνότο·
- όποιος αγαπά, παιδεύει, βλ. λ. αγαπώ·
- όποιος αγαπά το μέλι, δε φοβάται τα μελίσσια, βλ. λ. μέλι·
- όποιος αγαπά το τριαντάφυλλο, αγαπά και το αγκάθι του, βλ. λ. τριαντάφυλλο·
- όποιος αέρας κι αν φυσάει, ο μύλος πάντα αλέθει, βλ. λ. μύλος·
- όποιος ανακατώνεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες ή όποιος μπερδεύεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες, βλ. λ. πίτουρο·
- όποιος ανακατώνεται με τα σκατά, τον τρώνε τα γουρούνια, βλ. λ. σκατά·
- όποιος ανακατώνεται με τα χώματα, θα μπουν στα μάτια του, βλ. λ. χώμα·
- όποιος ανοίγει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, βλ. λ. λάκκος·
- όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος του κώλου του φασούλια μαγειρεύει, βλ. λ. δουλειά·
- όποιος βαριέται να ζυμώσει, πέντε (δέκα) μέρες κοσκινίζει, βλ. λ. μέρα·
- όποιος βαστάει τη γλώσσα του, σώζει την κεφαλή του, βλ. λ. γλώσσα·
- όποιος βιάζεται, σκοντάφτει, όποιος ενεργεί βεβιασμένα, πέφτει σε λάθη και αποτυχαίνει: «πρέπει να μελετάς καλά την κάθε κίνηση στη δουλειά που αναλαμβάνεις, γιατί, όποιος βιάζεται, σκοντάφτει». Συνών. βιαστικό ζευγάρωμα, τρελό παιδί θα βγάλει / η σκύλα από τη βιάση της στραβά κουτάβια κάνει / όσο βιάζεται η γριά, τόσο κόβεται η κλωστή·
- όποιος βρίσκει και γαμεί, τύφλα έχει να παντρευτεί, βλ. λ. τύφλα·
- όποιος γάιδαρος κι αυτός σαμάρι, βλ. λ. σαμάρι·
- όποιος γίνεται αρνί, τον τρώει ο λύκος, βλ. λ. αρνί·
- όποιος γυρεύει τα πολλά, χάνει και τα λίγα, βλ. φρ. όποιος θέλει τα πολλά, χάνει και τα λίγα·
- όποιος δε βλέπει πού πατεί, στις λάσπες θε να πέσει, βλ. λ. λάσπη·
- όποιος δε θέλει να ζυμώσει, πέντε (δέκα) μέρες κοσκινίζει, βλ. λ. μέρα·
- όποιος δε θέλει να παντρευτεί, λέει ότι η νύφη είναι του δρόμου, βλ. λ. νύφη·
- όποιος δεν ακούει τους γέροντες, πάει δέρνοντας, βλ. λ. γέρος·
- όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια (ποδάρια), βλ. λ. μυαλό·
- όποιος δίνει σε φτωχό, δανείζει στο Θεό, βλ. λ. Θεός·
- όποιος διψάει, πηγάδια βλέπει, βλ. λ. πηγάδι·
- όποιος διψάει, πίνει με σιωπή, βλ. λ. σιωπή·
- όποιος δουλεύει βασιλιά, πρέπει το νου του να ’χει, βλ. λ. βασιλιάς·
- όποιος δουλεύει σαν δούλος, κοιμάται σαν αφέντης, βλ. λ. αφέντης·
- όποιος είναι τσιγκούνης στην τσέπη του, είναι παντού, βλ. λ. τσέπη·
- όποιος επιμένει, κερδισμένος πάντα βγαίνει, βλ. λ. κερδισμένος·
- όποιος έχει λεφτά, φυσάει και τη φλογέρα, βλ. λ. λεφτά·
- όποιος έχει μάτια, βλέπει, βλ. λ. μάτι·
- όποιος έχει μαχαίρι, τρώει πεπόνι, βλ. λ. μαχαίρι·
- όποιος έχει νουνό, τρώει κουλούρι, βλ. λ. νονός·
- όποιος έχει πολύ βούτυρο, αλείφει και τον κώλο του, βλ. λ. βούτυρο·
- όποιος έχει πολύ βούτυρο, βάζει και στα λάχανα, βλ. λ. βούτυρο·
- όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει και στα λάχανα, βλ. λ. πιπέρι·
- όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει και τον κώλο του, βλ. λ. πιπέρι·
- όποιος έχει τα γένια, έχει και τα χτένια, βλ. λ. γένια·
- όποιος έχει τα μπακίρια, βλέπει απ’ τα παραθύρια ή όποιος έχει τα μπακίρια, κάθεται στα παραθύρια, βλ. λ. μπακίρι·
- όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται, βλ. λ. μύγα·
- όποιος έχει φίλο εκλεκτό, έχει μεγάλο θησαυρό, βλ. λ. φίλος·
- όποιος έχει ψώρα και παιδί, στη γειτονιά να μην κατεβεί, βλ. λ. γειτονιά·
- όποιος ζητάει τα πολλά, χάνει και τα λίγα, βλ. φρ. όποιος θέλει τα πολλά, χάνει και τα λίγα·
- όποιος θέλει τα πολλά, χάνει και τα λίγα, όποιος επιχειρεί πάνω από τις δυνάμεις του ή τις δυνατότητές του να αποκτήσει υπερβολικά κέρδη, στο τέλος χάνει και αυτά τα λίγα τα οποία ήταν σίγουρα·
- όποιος καίγεται στο γάλα, φυσάει και το γιαούρτι ή όποιος καίγεται στο κουρκούτι, φυσάει και το γιαούρτι ή όποιος καίγεται στο χυλό, φυσάει και το γιαούρτι, βλ. λ. γιαούρτι·
- όποιος κατουράει στη θάλασσα, το βρίσκει στο αλάτι, βλ. λ. αλάτι·
- όποιος κερδίζει στα χαρτιά, χάνει στην αγάπη, βλ. λ. χαρτί·
- όποιος κερδίζει στη στεριά και θάλασσα γυρεύει, ο διάβολος του κώλου του κουκιά του μαγειρεύει, βλ. λ. θάλασσα·
- όποιος κι όποιος ή όποιος όποιος, που είναι τυχαίος, ασήμαντος: «είναι άνθρωπος που δε βοηθάει όποιο κι όποιο»·
- όποιος κλοτσάει τ’ αγκάθια, πονάνε τα πόδια του, βλ. λ. πόδι·
- όποιος κοιμάται με τους σκύλους, σηκώνεται με ψύλλους, βλ. λ. σκύλος·
- όποιος κοιτάζει τη δουλειά του, καλοζεί τη φαμελιά του, βλ. λ. δουλειά·
- όποιος κρυφοπαντρεύεται, φανερά πομπεύεται, βλ. λ. πομπεύομαι·
- όποιος κυβερνά το σπίτι του, κυβερνά και τη ζωή του, βλ. λ. σπίτι·
- όποιος κυνηγάει δυο λαγούς, κανέναν δε βαρά, βλ. λ. λαγός·
- όποιος κυνηγάει πολλούς λαγούς, δεν πιάνει κανέναν, βλ. λ. λαγός·
- όποιος λέει την αλήθεια, έχει το Θεό βοήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- όποιος μαγειρεύει, ξέρει τι τρώει, αυτός που παρακολουθεί αυτοπροσώπως τις εργασίες του, τις υποθέσεις του είναι πάντοτε καλά ενημερωμένος και δεν μπορεί κανείς να τον εξαπατήσει: «εσύ ο ίδιος πρέπει να παρακολουθείς αν προχωράει καλά η δουλειά σου, γιατί μόνο όποιος μαγειρεύει, ξέρει τι τρώει»·
- όποιος μικρομάθαινε δε γεροντοάφηνε, βλ. φρ. όποιος μικρομάθει δε μεγαλαφήνει·
- όποιος μικρομάθει, δε μεγαλαφήνει, το άτομο που αποκτάει από μικρό κάποιες συνήθειες, καλές ή κακές, δεν μπορεί να τις αφήσει, όταν μεγαλώσει, οι συνήθειες που αποκτάει κάποιος σε μικρή ηλικία, τον ακολουθούν σε όλη του τη ζωή: «από μικρό παιδί είχε μάθει να διαβάζει και σήμερα έχει μια τεράστια βιβλιοθήκη, γιατί, όποιος μικρομάθει, δε μεγαλαφήνει || στα νιάτα του είχε μπλέξει με τη χαρτοπαιξία κι ακόμη και σήμερα που έγινε χούφταλο δεν ξεκολλάει απ’ την πράσινη τσόχα, γιατί, όποιος μικρομάθει, δε μεγαλαφήνει»·
- όποιος μιλήσει και λαλήσει, γαϊδάρου κώλο θα φιλήσει, βλ. λ. γάιδαρος·
- όποιος μπερδεύεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες, βλ. λ. πίτουρο·
- όποιος ξυπνάει πρωί, βρίσκει το φλουρί, βλ. λ. φλουρί·
- όποιος πάει πρωτύτερα στο μύλο, εκείνος αλέθει, βλ. λ. μύλος·
- όποιος πάει στο βάλτο να κυνηγήσει, θα γελαστεί, βλ. λ. βάλτος·
- όποιος παίζει με τα σπίρτα, καίγεται, βλ. λ. σπίρτο·
- όποιος παίζει με τη φωτιά, καίγεται, βλ. λ. φωτιά·
- όποιος παίζει με το γάιδαρο, κλοτσιές θα φάει, βλ. λ. γάιδαρος·
- όποιος παντρεύεται στα γηρατειά, ρίχνει γρήγορα τ’ αφτιά, βλ. λ. γηρατειά·
- όποιος πει κακό για μας, να του βγει το μάτι σαν λουκουμάς, βλ. λ. μάτι·
- όποιος πεινάει, καρβέλια ονειρεύεται, βλ. λ. καρβέλι·
- όποιος πηδάει πολλά παλούκια, μπαίνει κι ένα στον κώλο του, βλ. λ. παλούκι·
- όποιος πιάνει το μέλι, γλείφει τα δάχτυλά του, βλ. λ. μέλι·
- όποιος πολύ απλώνεται, γρήγορα μαζεύεται, όποιος επιχειρεί εμπορικά ανοίγματα που είναι πέρα από τις δυνάμεις του ή τις δυνατότητές του, τότε γρήγορα αναγκάζεται να αντιμετωπίσει δύσκολες καταστάσεις, γρήγορα αποτυχαίνει: «να προχωράς στις δουλειές σου μεθοδικά και με σύνεση, γιατί όποιος πολύ απλώνεται, γρήγορα μαζεύεται». Συνών. όποιος ψηλά κοιτά, γρήγορα χαμηλώνει· 
- όποιος πολύ διαλέγει, τ’ αποδιαλεγούδια παίρνει, βλ. λ. αποδιαλεγούδι·
- όποιος πονάει, γαϊδουρινά φωνάζει, βλ. λ. γαϊδουρινά·
- όποιος πουλάει το σπίτι του, γελούν τα κεραμίδια, βλ. λ. σπίτι·
- όποιος πρόλαβε, τον Κύριο είδε, βλ. λ. κύριος·
- όποιος σε κλάσει, χέσε τον, μη βγει καλύτερός σου, βλ. λ. χέζω·
- όποιος σκάβει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, βλ. λ. λάκκος·
- όποιος σκορπάει τον καιρό, δεν τον ξαναμαζεύει, βλ. λ. καιρός·
- όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες ή όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει τρικυμίες, βλ. λ. άνεμος·
- όποιος τη νύχτα περπατά, κάτουρα και σκατά πατά ή όποιος τη νύχτα περπατεί, κάτουρα και σκατά πατεί, βλ. λ. νύχτα·
- όποιος τον Αύγουστο γαμεί, κακό χειμώνα βγάζει, βλ. λ. χειμώνας·
- όποιος τρέφεται μ’ ελπίδες, πεθαίνει της πείνας, βλ. λ. ελπίδα·
- όποιος τρέχει μόνος του, τερματίζει πρώτος, βλ. λ. τερματίζω·
- όποιος φοβάται την κυψέλη, δεν πρέπει να τρώει μέλι, βλ. λ. μέλι·
- όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά, βλ. λ. ρούχο·
- όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη, βλ. λ. χαρτί·
- όποιος ψηλά κοιτά, γρήγορα χαμηλώνει, βλ. λ. ψηλός·
- σ’ όποιον αρέσει, έκφραση αδιαφορίας για τη γνώμη ή τη διάθεση των άλλων σχετικά με κάποια ενέργειά μας ή για τα αποτελέσματά της: «εγώ θα χειριστώ μ’ αυτόν τον τρόπο την υπόθεση και σ’ όποιον αρέσει»·
- σ’ όποιον αρέσουμε, έκφραση αδιαφορίας για τη γνώμη των άλλων όσον αφορά το πρόσωπό μας: «αυτός είναι ο χαρακτήρας μου και σ’ όποιον αρέσουμε». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ όποιον αρέσουμε και για τους άλλους δε θα μπορέσουμε). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του.