ομπρέλα, η, ουσ. [<ιταλ. οmbrella], η ομπρέλα· 
- είναι κάτω απ’ την ομπρέλα (του τάδε), είναι προστατευόμενος του τάδε. Από την εικόνα του ατόμου που κρατάει ομπρέλα για να προφυλαχτεί από τη βροχή ή τον ήλιο·
- καθένας με την τρέλα του κι αυτός με την ομπρέλα του, βλ. λ. τρέλα·
- όταν ο Θεός πετούσε μυαλά, αυτός κρατούσε ομπρέλα, βλ. λ. Θεός.