ξυλιά, η, ουσ. [<ξύλο + κατάλ. -ιά], χτύπημα με κάποιο όργανο, ιδίως με βέργα από ξύλο και, κατ’ επέκταση, ο ξυλοδαρμός. (Λαϊκό τραγούδι: μια ξυλιά με το καμτσίκι είν’ αιώνιο ρεζιλίκι) και συνήθ. στον πλ. οι ξυλιές·
- δίνω ξυλιές, δέρνω κάποιον: «κάποια στιγμή αρπάχτηκαν στα χέρια και του ’δωσε τόσες ξυλιές, που θα κάνει μέρες να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι του»·
- καλύτερα η αγάπη ενός γέρου, παρά οι ξυλιές ενός νέου, βλ. λ. νέος·
- ο πεινασμένος γάιδαρος ξυλιές δε μετράει, βλ. λ. γάιδαρος·
- τρώω ξυλιές, με δέρνει κάποιος: «ήθελε να τα βάλει μαζί μου όμως έφαγε ξυλιές κι ησύχασε». (Λαϊκό τραγούδι: μα τα σημερινά όμως τ’ αγόρια είναι μαγκάκια, δε σηκώνουν πονηριές, κι αφού -λεν- βγήκε απ’ τον παράδεισο το ξύλο, θα πρέπει και να τρων κάποιες ξυλιές
-χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο δεν πονάνε, το πάθημα του διπλανού μας μας αφήνει αδιάφορους από τη στιγμή που δεν έχει αντίκτυπο σε βάρος μας: «τι με νοιάζει κι αν χρεοκόπησε ο τάδε, αφού χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο δεν πονάνε». Συνών. σε ξένο κώλο, σαράντα δεκανίκια·
- χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο πόσες παράδες κάνουν; βλ. φρ. χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο δεν πονάνε.