ξημερωμένος, -η, -ο, επίθ. [μτχ. του ρ. ξημερώνω], ξημερωμένος και ιδίως εύχρ. στις φρ. είναι αλλού ξημερωμένος ή είναι μακριά ξημερωμένος ή είναι πέρα ξημερωμένος, βλ. συνηθέστ. είναι αλλού νυχτωμένος, λ. νυχτωμένος.