ξεσκιζόλ, το, άκλ. ουσ. [<ξεσκίζω + κατάλ. -όλ]·
- παίρνω το ξεσκιζόλ μου, βλ. συνηθέστ. τρώω το ξεσκιζόλ μου·
- τρώω το ξεσκιζόλ μου, α. εξευτελίζομαι, ρεζιλεύομαι: «μόλις ήρθε ο άλλος και ξεσκέπασε ένα προς ένα τα ψέματά του, έφαγε το ξεσκιζόλ του και δεν ήξερε πώς να δικαιολογηθεί». β. κατανικιέμαι, κατατροπώνομαι σε δυναμική αναμέτρηση με κάποιον ή σε κάποιο παιχνίδι: «θέλησε να τα βάλει με τον τάδε, ώσπου έφαγε το ξεσκιζόλ του κι ησύχασε || έπαιξα τάβλι με τον τάδε και έφαγα το ξεσκιζόλ μου»·
- της δίνω το ξεσκιζόλ της, της επιβάλλω βίαια τη σεξουαλική πράξη: «αφού κατάφερε και την παρέσυρε στη γκαρσονιέρα του, σίγουρα θα της έδωσε το ξεσκιζόλ της»·
- του δίνω το ξεσκιζόλ του, α. τον εξευτελίζω, τον ρεζιλεύω: «αφού εξακολουθούσε να λέει βλακείες, καλά έκανες και του ’δωσες το ξεσκιζόλ του μπροστά στον κόσμο». β. τον κατανικώ, τον κατατροπώνω σε δυναμική αναμέτρηση ή σε κάποιο παιχνίδι: «θέλησε να τα βάλει μαζί μου, αλλά του ’δωσα το ξεσκιζόλ του κι έφυγε σαν βρεγμένη γάτα || φαγώθηκε να παίξει τάβλι μαζί μου, ώσπου του ’δωσα το ξεσκιζόλ του κι ησύχασε».