ξερός, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. ξηρός], ξερός. 1. που είναι απότομος, ψυχρός και χωρίς συναισθήματα: «είναι πολύ ξερός άνθρωπος ο καινούριος διευθυντής». 2. που δεν κινείται, που έχει χάσει τις αισθήσεις του ή που πέθανε: «τον βρήκαν ξερό στο κρεβάτι του || τον βρήκαν ξερό μέσα σ’ ένα χαντάκι». 3. το θηλ. ως ουσ. η ξερή (βλ. λ.). 4. το ουδ. ως ουσ. το ξερό (βλ. λ.). 5. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα ξερά, τα χόρτα που ξεράθηκαν. Επίρρ. ξερά, απότομα, ψυχρά: «μας είπε ξερά ένα γεια κι έφυγε». (Ακολουθούν 23 φρ.)·
- αξ και ξερός! ή άξης και ξερός! ειρωνικό, επιτιμητικό ή απειλητικό επιφώνημα σε άτομο που επιτέλους κατανοεί αυτό που του λέμε λέγοντας α(!)·
- είμαι ξερός, δεν έχω καθόλου χρήματα, είμαι τελείως άφραγκος: «από μένα βρήκες να ζητήσεις λεφτά που είμαι ξερός!»·
- είναι ξερό κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- εξ και ξερός! ή έξης και ξερός! ειρωνικό, επιτιμητικό ή απειλητικό επιφώνημα σε άτομο που τον ρωτήσαμε κάτι, κι επειδή δεν άκουσε ή δεν πρόσεξε τι του είπαμε, μας λέει ε(;)·
- έχει ξερό κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- και ξερό ψωμί, βλ. λ. ψωμί·
- κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά ή κοντά με το ξερό καίγεται και το χλωρό, λέγεται στην περίπτωση που σε κάποια ομαδική τιμωρία τιμωρούνται και άτομα που δεν ευθύνονται·
- μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά ή μαζί με το ξερό καίγεται και το χλωρό, βλ. φρ. κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά·
- μένω ξερός, σαστίζω, μένω άναυδος, αποσβολωμένος: «έμεινα ξερός, μόλις τον άκουσα να βρίζει τον πατέρα του»· βλ. και φρ. πέφτω ξερός·
- ναιξ και ξερός! ή ναίξης και ξερός! ειρωνικό, επιτιμητικό ή απειλητικό επιφώνημα σε άτομο που το καλούμε επίμονα από μακριά και μας λέει επιτέλους ναι! ή που το ρωτάμε επίμονα αν ξέρει κάτι, και μας λέει επιτέλους ναι·
- ξερά καρπά ή ξερούς καρποί, αντί του ξηρούς καρπούς (που συνοδεύουν ένα ποτό και ιδίως το ουίσκι): «μαζί με το ουίσκι μας έφερε κι ένα πιατάκι με ξερά καρπά»·
- ξερή απάντηση, βλ. λ. απάντηση·
- ξερό κορμί, βλ. λ. κορμί·
- ξερό ψωμί, βλ. λ. ψωμί·
- ξερός βήχας, βλ. λ. βήχας·
- πέφτω ξερός, α. πεθαίνω, σκοτώνομαι ακαριαία: «τον χτύπησε μια αδέσποτη πέτρα στο κεφάλι κι έπεσε ξερός». β. λιποθυμώ: «εκεί που καθόμασταν και κουβεντιάζαμε, έπεσε ξερός». γ. μένω κατάπληκτος, εμβρόντητος, αποσβολωμένος: «μόλις μας έδειξε την γκομενάρα του, πέσαμε όλοι ξεροί»·
- ρίχνω μια ξερή (ενν. μαλακία), αυνανίζομαι χωρίς να χρησιμοποιήσω σάλιο για να γλιστράει το πέος μέσα στη χούφτα μου. Η φρ. υπονοεί τον χωρίς λόγο ή τον πολύ βιαστικό αυνανισμό: «εκεί που καθόμασταν και μιλούσαμε, πετάχτηκε μέχρι την τουαλέτα κι έριξε μια ξερή»·
- τα λέω ξερά, μιλώ απερίφραστα: «κάθισα και του τα ’πα ξερά, για να μην έχει καμιά απορία»·
- τι ’ν’ ο άνθρωπος! Σαν το χόρτο του κάμπου. Πράσινο σήμερα, ξερό αύριο, βλ. λ.άνθρωπος·
- τον αφήνω ξερό, α. τον χτυπώ, ιδίως στο κεφάλι, και επιφέρω το θάνατό του: «του ’δωσε μια με την καρέκλα στο κεφάλι και τον άφησε ξερό». β. τον αφήνω κατάπληκτο, εμβρόντητο, αποσβολωμένο: «τους άφησα όλους ξερούς, μόλις μ’ είδαν μέσα στην καινούρια αυτοκινητάρα μου». γ. του παίρνω, του κερδίζω όλα τα χρήματα, τον αφήνω τελείως άφραγκο: «θέλησε να παίξει χαρτιά μαζί μου και μέσα σε λίγη ώρα τον είχα αφήσει ξερό»·
- του φταίει το ξερό του το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- τραβώ μια ξερή (ενν. μαλακία), βλ. φρ. ρίχνω μια ξερή·
- φταίει το ξερό του το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι.