αντίχριστος, -η, -ο, επίθ. [<μτγν. ἀντίχριστος <ἀντί + Χριστός]. 1. ο ασεβής, ο άθεος: «είναι τόσο αντίχριστος αυτός ο άνθρωπος, που δεν περνάει ούτε έξω από εκκλησία». 2. το αρσ. ως ουσ. ο αντίχριστος, ο διάβολος, ο σατανάς: «ο αντίχριστος ξέρει πολλά κόλπα για να σε παρασύρει». (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- βρε αντίχριστε! α. θαυμαστική έκφραση προς κάποιον, με την οποία δηλώνουμε την ικανοποίησή μας για κάποια συγκεκριμένη ενέργειά του ή λόγο του: «βρε αντίχριστε, πώς μπόρεσες και αντιμίλησες κοτζάμ υπουργό!» β. επιτιμητική έκφραση προς κάποιον που ενήργησε παρά τη θέλησή μας: «έλα δω, βρε αντίχριστε, δε σου ’πα χίλιες φορές να μην μπεις μέσα;». γ. χαϊδευτική προσφώνηση προς κάποιον: «βρε αντίχριστε, πώς ήταν αυτό και μας θυμήθηκες!»·
- γαμώ τον αντίχριστό μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου. Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ: «γαμώ τον αντίχριστό μου, γαμώ, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν; || τίποτα δε μου πάει καλά, γαμώ τον αντίχριστό μου, γαμώ». Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·    
- γαμώ τον αντίχριστό σου! ή σου γαμώ τον αντίχριστο! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «γιατί ρε, γαμώ τον αντίχριστό σου, κάνεις φασαρία κάθε φορά που πάω να κοιμηθώ! || σου γαμώ τον αντίχριστο αν ξανακάνεις φασαρία την ώρα του ύπνου!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά.  Η φρ. πιο αραιά από ότι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! λ. γαμώ· 
- μου βγαίνει ο αντίχριστος, καταβασανίζομαι, καταταλαιπωρούμαι, κατατυραννιέμαι: «μπλέχτηκα με μια κωλοδουλειά, και κάθε μέρα μου βγαίνει ο αντίχριστος». Συνών. μου βγαίνει ο αδόξαστος / μου βγαίνει ο αντίθεος·
- τον αντίχριστό μου! (ενν. γαμώ), βλ. φρ. γαμώ τον αντίχριστο μου! Συνών. τον αδόξαστο μου! / τον αντίθεό μου(!)·
- τον αντίχριστό σου! (ενν. γαμώ), βλ. φρ. γαμώ τον αντίχριστό σου! Συνών. τον αδόξαστό σου! / τον αντίθεό σου(!)·
- του αλλάζω τον αντίχριστο, βλ. φρ. του βγάζω τον αντίχριστο. Συνών. του αλλάζω τον αδόξαστο / του αλλάζω τον αντίθεο·
- του αλλάζω τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του βγάζω τον αντίχριστο, τον καταβασανίζω, τον καταταλαιπωρώ: «όποιον παίρνει στη δουλειά του, του βγάζει τον αντίχριστο». Ίσως αναφορά στη διαδικασία του εξορκισμού, όπου, ο δαιμονισμένος υποφέρει πάρα πολύ, μέχρι να καταφέρει ο εξορκιστής να βγάλει από μέσα του το δαίμονα που τον έχει καταλάβει. Συνών. του βγάζω τον αδόξαστο / του βγάζω τον αντίθεο·
- του βγάζω τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του γαμώ τον αντίχριστο, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «επειδή ενοχλούσε γέρο άνθρωπο, τον έπιασε εκεί μπροστά σ’ όλον τον κόσμο και του γάμησε τον αντίχριστο». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «επειδή ήταν μεθυσμένος, τον έπιασε ο πατέρας του και του γάμησε τον αντίχριστο ||  επειδή ενοχλούσε συνέχεια την αδερφή του, τον άρπαξε στα χέρια του και του γάμησε τον αντίχριστο». Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του γαμώ τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του χέζω τον αντίχριστο, τον επιπλήττω αυστηρά: «τον έπιασε τ’ αφεντικό του να κάνει κοπάνα και του ’χεσε τον αντίχριστο». Συνών. του χέζω τον αδόξαστο / του χέζω τον αντίθεο.