ξενοδοχείο,
το, ουσ.
[<μτγν. ξενοδοχεῖον], το ξενοδοχείο. 1. σπίτι ή επιχείρηση όπου
πηγαίνει ή φεύγει κανείς ό,τι ώρα θέλει. (Λαϊκό τραγούδι: και μου γυρνάς με
τα κλειδιά μετά τις δύο, βρε, τι το πέρασες εδώ ξενοδοχείο). Από το
ότι στα ξενοδοχεία ο ενοικιαστής μπαίνει και βγαίνει χωρίς περιορισμό όποια ώρα
της νύχτας ή της μέρας θέλει·
- όρθιος
κοιμάται, ξενοδοχείο πληρώνει, είναι πολύ ηλίθιος, πολύ χαζός, πολύ βλάκας:
«μην του εμπιστευθείς καμιά δουλειά, γιατί όρθιος κοιμάται, ξενοδοχείο
πληρώνει».