αντιπολίτευση, η, ουσ. [<μτγν. ἀντιπολίτευσις <ἀντιπολιτεύομαι], η αντιπολίτευση·
- μου κάνει αντιπολίτευση, προβάλλει συστηματικά διαφορετική γνώμη ή άποψη από τη δική μου, με εναντιώνεται: «απ’ τη μέρα που ήρθα σ’ αυτή τη δουλειά, μου πάει συνεχώς κόντρα και μου κάνει αντιπολίτευση». Αναφορά στην πολιτική αντιπολίτευση.