ξεμπέρδεμα, το, ουσ. [<ξεμπερδεύω], το ξεμπέρδεμα· στον πλ. τα ξεμπερδέματα, απαλλαγή από περίπλοκες ή ενοχλητικές καταστάσεις·
- δε θα ’χουμε καλά ξεμπερδέματα, θα έχουμε φασαρίες, καβγάδες: «αν συνεχίσεις να συμπεριφέρεσαι μ’ αυτόν τον προκλητικό τρόπο, δε θα ’χουμε καλά ξεμπερδέματα». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το να το ξέρεις ή με το στο λέω·
- θα ’χουμε άσχημα ξεμπερδέματα, θα έχουμε φασαρίες, καβγάδες: «πρόσεχε τα λόγια σου, γιατί θα ’χουμε άσχημα ξεμπερδέματα || αν δε μου δώσεις τα λεφτά που μου χρωστάς, θα ’χουμε άσχημα ξεμπερδέματα». Πρβλ.: άσε τα παραμύθια, άσε τα ψέματα, γιατί άσχημα θα είναι τα ξεμπερδέματα (Λαϊκό τραγούδι). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το να το ξέρεις ή με το στο λέω·
- θα ’χουμε κακά ξεμπερδέματα, βλ. φρ. θα ’χουμε άσχημα ξεμπερδέματα·
- καλά ξεμπερδέματα! α. ευχή σε κάποιον που ετοιμάζεται να επιχειρήσει κάτι, να έχει αίσιο τέλος η προσπάθειά του: «σε μερικές μέρες αρχίζω τη νέα δουλειά. -Καλά ξεμπερδέματα!». β. ευχή να τακτοποιηθεί ή να διευθετηθεί ομαλά μια περίπλοκη ή ενοχλητική κατάσταση ανάμεσα σε δυο ανθρώπους ή σε δυο ομάδες ανθρώπων: «πάτε να τα κουβεντιάσετε με ηρεμία και κατανόηση, και τι άλλο να σας πω, ρε παιδιά, καλά ξεμπερδέματα!». γ. λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «όπως τα κάνατε, καλά ξεμπερδέματα!».