ξεκαθάρισμα, το, ουσ. [<ξεκαθαρίζω], η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξεκαθαρίζω· η επιλογή, η διαλογή από ένα πλήθος των ουσιαστικών και απαραίτητων στοιχείων, το ξεχώρισμα που κάνει κανείς των χρήσιμων από τα άχρηστα πράγματα: «έγινε μεγάλο ξεκαθάρισμα και παρέμειναν στα πόστα τους όσοι πραγματικά ήταν ικανοί || μόλις τέλειωσε το ξεκαθάρισμα των χαρτιών του που είχε πάνω στο γραφείο του πήρε τα άχρηστα και τα πέταξε»·
- ξεκαθάρισμα λογαριασμών, δυναμική εκκαθάριση, διευθέτηση διαφορών, εκκρεμοτήτων ή δοσοληψιών: «οι δυο τελευταίοι φόνοι αποδίδονται απ’ την αστυνομία σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών των νονών της νύχτας».