αντίθεος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. ἀντίθεος, με σημασία όμοιος ή ίσος με τους θεούς]. 1. που είναι ασεβής, άθεος: «είναι τόσο αντίθεος αυτός ο άνθρωπος που απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ, βρίζει τα θεία». 2. το αρσ. ως ουσ. ο αντίθεος, ο διάβολος, ο σατανάς: «ο αντίθεος σε βάζει και κάνεις αυτές τις αταξίες;». (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- γαμώ τον αντίθεό μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ανθρώπου. Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ: «γαμώ τον αντίθεό μου γαμώ, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν;». Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·    
- γαμώ τον αντίθεό σου! ή σου γαμώ τον αντίθεο! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, μου μας δημιουργεί προβλήματα: «φτάνει πια ρε, γαμώ τον αντίθεό σου, αυτή η γκρίνια! || σου γαμώ τον αντίθεο αν ξανανοίξεις το στόμα σου!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ότι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! λ. γαμώ·
- μου βγαίνει ο αντίθεος, καταβασανίζομαι, καταταλαιπωρούμαι, κατατυραννιέμαι: «κάθε μέρα μου βγαίνει ο αντίθεος για να τα φέρω βόλτα». Συνών. μου βγαίνει ο αδόξαστος / μου βγαίνει ο αντίχριστος·
- τον αντίθεό μου! (ενν. γαμώ), βλ. λ. γαμώ τον αντίθεό μου! Συνών. τον αδόξαστό μου! / τον αντίχριστό μου(!)·
- τον αντίθεό σου! (ενν. γαμώ), βλ. φρ. γαμώ τον αντίθεό σου! Συνών. τον αδόξαστό σου! / τον αντίχριστό σου(!)·
- του αλλάζω τον αντίθεο, βλ. φρ. του βγάζω τον αντίθεο. Συνών. του αλλάζω τον αδόξαστο / του αλλάζω τον αντίχριστο·
- του αλλάζω τον αντίθεο στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του βγάζω τον αντίθεο, τον καταβασανίζω, τον καταταλαιπωρώ: «τον πήρα στη δουλειά του λατομείου και κάθε μέρα του βγάζω τον αντίθεο». Ίσως αναφορά στη διαδικασία του εξορκισμού όπου, ο δαιμονισμένος, υποφέρει πάρα πολύ μέχρι να καταφέρει ο εξορκιστής να βγάλει από μέσα του το δαίμονα που τον έχει καταλάβει. Συνών. του βγάζω τον αδόξαστο / του βγάζω τον αντίχριστο·
- του βγάζω τον αντίθεο στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του γαμώ τον αντίθεο, α. τον καταξευτελίζω, τον καταντροπιάζω: «μπροστά σ’ όλον τον κόσμο, του γάμησε τον αντίθεο για τις ανοησίες που έλεγε». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «τον άρπαξε στα χέρια του και του γάμησε τον αντίθεο». Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·     
- του γαμώ τον αντίθεο στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του χέζω τον αντίθεο, τον επιπλήττω αυστηρά: «κάθε φορά που αργεί στη δουλειά του, τον καλεί ο διευθυντής στο γραφείο του και του χέζει τον αντίθεο». Συνών. του χέζω τον αδόξαστο / του χέζω τον αντίχριστο.